Όσοι παρακολούθησαν την ενημέρωση της Eurobank για την αποταμίευση, είχαν την ευκαιρία να πάρουν μία πρώτη γεύση για την μορφή των πραγμάτων που «θα έρθουν» αναφορικά με τη διαχείριση της περιουσίας στην «επόμενη ημέρα» των μηδενικών, και στην πράξη των αρνητικών επιτοκίων.
Με τις προθεσμιακές καταθέσεις να αποτελούν, τουλάχιστον ως «τάση», παρελθόν για όσους επιθυμούν μια στοιχειώδη απόδοση στις καταθέσεις τους, το ερώτημα παραμένει ποιά είναι η τοποθέτηση που μπορεί να εγγυηθεί ένα σταθερό εισόδημα χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο.
Στο νέο περιβάλλον, και με δεδομένο ότι οι Έλληνες συνεχίζουν να κρατούν τις περιουσίες τους στις τράπεζες, οι τραπεζικές υπηρεσίες θα παίξουν καθοριστικό ρόλο, στην επίτευξη αποδόσεων, αλλά και στην μέσω αυτών διατήρηση της πελατείας. Και αυτό, καθώς η έναρξη της «ελληνικής στροφής» στα επενδυτικά προϊόντα (με ρίσκο), έρχεται σε μία περίπλοκη περίσταση στην οποία ο κλυδωνισμός των αγορών, λόγω του κορονοϊού, ήδη επηρεάζει αρνητικά. Και κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται, προϊόντα τα οποία είχαν θετικές αποδόσεις τους προηγούμενους μήνες, να αλλάξουν συμπεριφορά.
Τα ελληνικά νοικοκυριά εξακολουθούν να τοποθετούν μεγαλύτερο μέρος της αποταμίευσής τους σε καταθέσεις. Το 54,30% του «ελληνικού ιδιωτικού πλούτου», δηλαδή περί τα 116 δισ. ευρώ, είναι τοποθετημένο σε καταθέσεις, ανοιχτής ζήτησης και προθεσμίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη διαμορφώνεται μόλις σε 31,60%.
Το γεγονός αυτό, καθιστά επιτακτική την ανάγκη διαφοροποίησης ενός χαρτοφυλακίου, δεδομένης και της πολιτικής της ΕΚΤ, η οποία αναμένεται να διατηρήσει χαμηλά τα επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη.
Ένα από τα στοιχήματα της επόμενης ημέρας θα είναι και η σταδιακή εισαγωγή των μακροχρόνιων συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών προγραμμάτων που διαμορφώνουν κυρίαρχη τάση στην Ευρωζώνη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο «ευρωπαϊκός πλούτος» είναι τοποθετημένος κατά 33,5% σε τέτοια προϊόντα, που έχουν αποδόσεις της τάξης του 4,5%, αν και αυτά εμπεριέχουν ρίσκο. Για την Ελλάδα, το «ενδιάμεσο βήμα» μέχρι την πλήρη εμπέδωσή τους μπορεί να είναι τα προγράμματα τακτικών καταβολών των τραπεζών.
Όπως σημειώνουν τραπεζικά στελέχη, αυτό που παλαιότερα επιτυγχανόταν με την αποταμίευση διαφοροποιείται στο σημερινό περιβάλλον. Ωστόσο μπορεί, κανείς, επενδύοντας μέσω τακτικών καταβολών να δημιουργήσει ένα κεφάλαιο ακολουθώντας τις βασικές αρχές των επενδύσεων που είναι η διασπορά κινδύνου σύμφωνα με το επενδυτικό του προφίλ. Έστω και ένα μικρό ποσό κάθε μήνα μπορεί να αποτελέσει πολύ σημαντικό εφόδιο για το μέλλον, μια και έχει αποδειχθεί ότι η μακροχρόνια αποταμίευση, για διάστημα δηλαδή της τάξης των 10 ετών και άνω, περιορίζει αισθητά τον κίνδυνο και αυξάνει τις πιθανότητες για μία αξιοπρεπή υπεραξία σε ετήσια βάση.
Στην πράξη, ο τραπεζικός πελάτης, μπορεί να αποκτήσει τον προσωπικό του σύμβουλο επενδύσεων, ανεξάρτητα από την περιουσιακή του κατάσταση, καθώς οι τράπεζες, έχουν δημιουργήσει ειδικά αποταμιευτικά - επενδυτικά προγράμματα, τα οποία απευθύνονται σε όσους θέλουν (και μπορούν) να καταθέτουν ένα μικρό ποσό το μήνα «πάνω» σε μια αρχική επένδυση, που μπορεί να είναι απλά η κατάθεσή τους στην τράπεζα. Η μείωση του ρίσκου επιτυγχάνεται τόσο από τη μεγάλη περίοδο σε όφελος όσο και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες, διαμορφώνουν τη νέα τάση με τα προϊόντα τακτικών καταβολών που δεν αφορά μόνο τους εισοδηματικά «μεγάλους πελάτες» των private banking, αλλά και αποταμιευτές με πολύ χαμηλά διαθέσιμα. Δηλαδή και με ποσά ακόμη κάτω των 10.000 ευρώ.
Στα προγράμματα αυτά, οι καταθέτες έχουν την ευχέρεια να τοποθετούν ένα μικρό ποσό κάθε μήνα, ακόμη και 50 ευρώ σε ένα πακέτο αμοιβαίων κεφαλαίων, προσβλέποντας στο σταδιακό χτίσιμο ενός κεφαλαίου που θα χρησιμοποιηθεί στο μέλλον. Δηλαδή όταν οι ίδιοι αποφασίσουν. Γεγονός που προσδίδει και μεγαλύτερη ευελιξία στην επένδυσή τους. Την ίδια στιγμή, εξασφαλίζουν για τα χρήματά τους επαγγελματική διαχείριση, μέσω των εξειδικευμένων συμβούλων των τραπεζών ενώ έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν το ρίσκο που θέλουν αναλάβουν (χαμηλό, μεσαίο, μεγάλο).
Στην ελληνική τραπεζική αγορά, τρεις συστημικοί όμιλοι προσφέρουν σήμερα προγράμματα τακτικών καταβολών που ανάλογα με τα σενάρια υπόσχονται εντυπωσιακές αποδόσεις. Για παράδειγμα σε αρχικό κεφάλαιο 15.000 ευρώ, με κατάθεση 100 ευρώ το μήνα, η απόδοση της 10ετίας μπορεί να ξεπεράσει τα 18.000 ευρώ (με μέσο ρίσκο – δηλαδή προσδοκώμενη απόδοση 3%) ή και να πλησιάσει τα 20.500 ευρώ την ίδια περίοδο εάν ο πελάτης επιλέξει μια απόδοση υψηλότερου ρίσκου της τάξης του 5%.
Αντίστοιχα η επένδυση ενός ποσού 30.000 ευρώ στην 25ετία μπορεί να φτάσει σε όφελος μέχρι και 15.000 επιπλέον ευρώ στην 25ετία με μέσο ρίσκο (3% προσδοκώμενη απόδοση) ή και να διπλασιάσει το αρχικό κεφάλαιο, εάν το ρίσκο είναι υψηλότερο (προσδοκώμενη απόδοση ετησίως 5%). Με δεδομένο ότι ο μέσος όρος της προσδοκώμενης απόδοσης σε τέτοια προϊόντα είναι 4,5%, το ρίσκο είναι «εντός ορίων», αν και ποτέ δεν πρέπει να παραβλέπεται από τους αποταμιευτές. Οι οποίοι ως επί το πλείστον είναι «συνηθισμένοι» σε περιβάλλοντα μηδενικού ρίσκου.
Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι το ελληνικό κοινό ακόμη δεν δείχνει να εμπιστεύεται τους επαγγελματίες διαχειριστές. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurobank ακόμη και αυτοί που «τολμούν» με απευθείας επένδυση σε μετοχές, το κάνουν μόνοι τους, και μάλιστα σε ποσοστό σχεδόν 24%, πολύ υψηλότερο της Ευρωζώνης, που είναι 18,5%
Θα αλλάξει αυτή η τάση το επόμενο διάστημα;
Το στοίχημα είναι μπροστά, όπως επίσης και το στοίχημα των αποδόσεων στα προϊόντα τακτικών καταβολών...