Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Σε μία εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση με αρκετές παραμέτρους εξελίσσεται η διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και τη διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους, ενισχύοντας την αβεβαιότητα για την χρονική διάρκεια της αξιολόγησης από τη στιγμή που βρισκόμαστε μόλις στον... πρώτο γύρο των επαφών.
Μετά τις πρώτες συζητήσεις οι Θεσμοί διαφωνούν με την κυβέρνηση και ζητούν το διαχωρισμό μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων, με βάση το ύψος των συνολικών χρεών. Οι «μεγάλοι» θα εξετάζονται κατά περίπτωση και οι «μικροί» μέσω μίας αυτοματοποιημένης διαδικασίας που θα κρίνει τους «βιώσιμους». Οι μέχρι στιγμής αντιδράσεις των δανειστών δείχνουν ότι το πλαίσιο που προκρίνουν «αγγίζει» περισσότερο τις προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα επιχειρηματικά χρέη.
Πρόκειται για μία πολύ σημαντική διελκυστίνδα καθώς από τις 400.000 επιχειρήσεις με «κόκκινα» δάνεια, οι 300.000 είναι ελεύθεροι επαγγελματίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το ερώτημα που κυριαρχεί στην αγορά είναι «πόσοι, ποιοι και πως θα κριθούν βιώσιμοι;» Οι τράπεζες κάνουν ορισμένες εκτιμήσεις βάσει των οποίων περίπου 60.000 από την κατηγορία των «μικρών» (ελεύθεροι επαγγελματίες και ΜμΕ) είναι «στρατηγικοί κακοπληρωτές», άρα μπορούν να πληρώσουν. Το βάρος θα πέσει σε αυτούς, όμως μαζί τους θα αντιμετωπιστούν αυστηρά και οι μη βιώσιμοι για τους οποίους δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς εκτιμήσεις.
Η αρχική επιδίωξη της κυβέρνησης ήταν η υλοποίηση ενός σχεδίου συνολικής διευθέτησης των χρεών για μεγάλες επιχειρήσεις, μικρομεσαίες και ελευθέρους επαγγελματίες. Όμως οι δανειστές επιμένουν στη δημιουργία ενός μηχανισμού που όπως υποστηρίζουν θα «στριμώχνει» τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές» και δεν θα τους διευκολύνει, όπως εκτιμούν ότι γίνεται μέχρι σήμερα. Σε αυτό το πλαίσιο, προτείνεται η δημιουργία ξεχωριστού πλαισίου για τις μεγάλες επιχειρήσεις και άλλου πιο αυτοματοποιημένου για τις μικρομεσαίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Οι ισορροπίες είναι λεπτές, αφού οι προϋποθέσεις υπαγωγής στον μηχανισμό θα κρίνουν τον αριθμό των επιχειρήσεων που θα μπουν σε ρύθμιση και θα έχουν περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης.
Οι τράπεζες, από την πλευρά τους, παρακολουθούν με αγωνία τις εξελίξεις με την επιθετική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων συνεχώς – και αναγκαστικά – να αναβάλλεται, τη στιγμή που μεγάλο μέρος της στηρίζεται στο τελικό πλαίσιο που θα ισχύσει για την εξωδικαστική ρύθμιση χρεών. Επιπρόσθετα, οι τράπεζες έχουν άμεσο συμφέρον, καθώς επιθυμούν να έχουν τον πρώτο λόγο στη διαδικασία και να ακολουθούν οι υπόλοιποι πιστωτές, μεταξύ των οποίων και το δημόσιο. Γι'' αυτόν ακριβώς το λόγο, ένα σημαντικό «αγκάθι» στις διαπραγματεύσεις είναι το γεγονός ότι σε μεγάλο ποσοστό υποθέσεων το μεγαλύτερο μέρος των χρεών μιας επιχείρησης είναι προς δημόσιους φορείς, με αποτέλεσμα να υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ κράτους και τραπεζών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν τα εκκρεμή ζητήματα για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων με τους εκπροσώπους των δανειστών, στο πλαίσιο μίας γενικότερης επισκόπησης των εξελίξεων στον κλάδο. Στις ξεχωριστές συναντήσεις που πραγματοποίησαν τα στελέχη των τραπεζών, ξεκαθάρισαν ότι τάσσονται σαφέστατα υπέρ ενός λειτουργικού πλαισίου που θα επιτρέπει αφενός τον εντοπισμό των «στρατηγικών κακοπληρωτών» και αφετέρου την ταχεία διευθέτηση των υποθέσεων.
Στόχος είναι να ξεκαθαρίσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα δεκάδες χιλιάδες υποθέσεις κυρίως ελεύθερων επαγγελματιών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ξεπερνώντας τα εμπόδια του δαιδαλώδους και αναποτελεσματικού, όπως το χαρακτηρίζουν, υφιστάμενου πλαισίου.
Επίσης, οι τράπεζες ζητούν την ταχεία ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων καθώς μετά από πολύμηνες καθυστερήσεις παραμένει ανοιχτή η εκκρεμότητα της ολοκλήρωσης του πλαισίου για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και την αντιμετώπιση υπερχρεωμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, όταν ήδη έχουν οριστικοποιηθεί οι στόχοι μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) κατά 43 δισ. ευρώ στην επόμενη τριετία.
Ιδανικά, οι τράπεζες θα ήθελαν το νέο πλαίσιο να τεθεί σε ισχύ... χθες, ή αν είναι δυνατόν μέχρι το τέλος του έτους, έτσι ώστε να ξεκινήσουν το 2017 ανεβάζοντας ταχύτητα στη διαχείριση.
Η επίσπευση του νομικού πλαισίου για τον εξωδικαστικό διακανονισμό οφειλών θεωρείται μείζον ζήτημα και σε συνδυασμό με την ποινική ασυλία των στελεχών που θα υπογράφουν αναδιαρθρώσεις δανείων και τη δυνατότητα αποβολής των μη συνεργαζόμενων διοικήσεων αποτελεί τη βασική εκκρεμότητα από πλευράς τραπεζικών «αιτημάτων».
Η κατηγορία των ελεύθερων επαγγελματιών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι πολύ σημαντική διότι εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Όπως ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, περίπου 7 στα 10 δάνεια ελεύθερων επαγγελματιών και 6 στα 10 δάνεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων βρίσκονται στο «κόκκινο». Συγκεκριμένα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες είναι οι «πρωταθλητές» των «κόκκινων» δανείων με ποσοστό 67,2% και ακολουθούν οι ΜμΕ με 59,9%. Συγκριτικά, το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων μεγάλων επιχειρήσεων διαμορφώνεται στο 29,1%, όντας το χαμηλότερο από όλες τις κατηγορίες.
Ενώ όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές συμφωνούν ότι η δημιουργία ενός σταθερού πλαισίου που θα καθορίζει τη λειτουργία του μηχανισμού που θα βασίζεται στην έννοια της διαμεσολάβησης είναι απαραίτητη συνθήκη για την αντιμετώπιση του φαινομένου, τα κριτήρια ένταξης και οι αυτοματισμοί που θα τον συνοδεύουν διατηρούν την απόσταση μεταξύ κυβέρνησης και Θεσμών.
Ένα από τα μέχρι στιγμής αξεπέραστα εμπόδια είναι τα εισοδηματικά και άλλα κριτήρια που θα προβλέπει η αυτοματοποιημένη διαδικασία. Από τη μία πλευρά εκφράζονται φόβοι για χιλιάδες... ξαφνικούς «θανάτους» στην περίπτωση που τα κριτήρια είναι αυστηρά και οι περισσότεροι μείνουν εκτός πλαισίου. Στον αντίποδα, οι τράπεζες θέλουν να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία για τον εντοπισμό όσων έχουν αλλά δεν πληρώνουν αλλά και για τον καλύτερο διαχωρισμό των βιώσιμων από τους μη βιώσιμους.