Το Σύμφωνο Σταθερότητας επιστρέφει από το 2024: Τι πρέπει να προσέξει η ΕΕ
Shutterstock
Shutterstock

Το Σύμφωνο Σταθερότητας επιστρέφει από το 2024: Τι πρέπει να προσέξει η ΕΕ

Στους δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης επιστρέφει από το 2024 η ενωμένη Ευρώπη, γεγονός που σηματοδοτεί μικρότερα περιθώρια για αύξηση των δημόσιων δαπανών, ώστε να αρχίσει η περίοδος αποκλιμάκωσης του αυξημένου χρέους στα κράτη-μέλη.

Η «επόμενη ημέρα» της δημοσιονομικής πολιτικής στην ΕΕ, βρέθηκε στο επίκεντρο συζήτησης στο 2ο συνέδριο Ανατολικής Μεσογείου και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, που διοργανώνεται στις Βρυξέλλες από το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.

Το συμπέρασμα στο οποίο συνέκλιναν όλοι οι συμμετέχοντες στη συζήτηση, είναι ότι η προσπάθεια για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα των κρατών - μελών της ΕΕ, χρειάζεται να συνδυαστεί με ενέργειες που θα διασφαλίσουν ότι στην ενωμένη Ευρώπη εξακολουθούν να γίνονται αρκετές επενδύσεις, ώστε να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική της.

Με αναφορά στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα, άρχισε την τοποθέτησή του ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής οικονομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επισημαίνοντας ότι, παρότι αυτή επισκιάστηκε από τις καταστροφικές πλημμύρες και πυρκαγιές, δεν παύει να είναι ένα «φανταστικό επίτευγμα», που δείχνει ότι η συνεπής εφαρμογή της σωστής πολιτικής λειτουργεί.

Όπως είπε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ήδη ανακοίνωσε ξεκάθαρα ότι η γενική ρήτρα διαφυγής (από τους κανόνες του Συμφώνου) απενεργοποιείται στο τέλος του έτους. Πλέον, το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα υπάρξει πριν από τη λήξη του 2023, συμφωνία ως προς την πρόταση για την επικαιροποίηση και τον εκσυγχρονισμό του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Ο κ. Κοστέλο πρόσθεσε ότι η Επιτροπή έχει θέσει στο τραπέζι ένα σύνθετο πακέτο νομοθετικών προτάσεων, μέσω του οποίου ουσιαστικά επιχειρείται η απλοποίηση των κανόνων, η δημοσιονομική βιωσιμότητα σε όλα τα κράτη-μέλη και ταυτόχρονα η διασφάλιση της ύπαρξης επαρκών επενδύσεων, ώστε να προστατευτεί το αναπτυξιακό δυναμικό της ΕΕ. Για να επιτευχθεί αυτό, πρόσθεσε ο κ. Κοστέλο, χρειάζεται να υπάρξει «ιδιοκτησία» της εφαρμογής όλων αυτών των πολιτικών από τα κράτη-μέλη.

Ο κ. Κοστέλο είπε ότι υπήρξε καλή ανταπόκριση στη σχετική πρόταση της Επιτροπής και καλωσόρισε το γεγονός ότι το Ecofin και το Eυρωπαϊκό Συμβούλιο ανέλαβαν δεσμεύσεις για την επίτευξη συμφωνίας (για τους δημοσιονομικούς κανόνες) έως το τέλος του έτους. Συμπλήρωσε ότι υπάρχουν σημαντικές συζητήσεις για τις ασφαλιστικές δικλείδες που πρέπει να τεθούν, λαμβανομένων υπόψη παραγόντων όπως το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον στην ΕΕ έπειτα από τα διαδοχικά σοκ, ο πληθωρισμός και η ανάγκη να επιτευχθεί συμφωνία πάνω σε νέους δημοσιονομικούς κανόνες για τη στήριξη των επενδύσεων.

Ο κ. Κοστέλο χαρακτήρισε πάντως ως πολύ θετική ένδειξη το γεγονός, ότι τα επίπεδα των δημοσίων επενδύσεων είναι πλέον υψηλότερα σε σχέση με το προπανδημικό 2019. Πρόσθεσε ότι η ΕΕ, συλλογικά αντέδρασε πολύ καλά στα σοκ των διαδοχικών κρίσεων και ότι η ανθεκτικότητά της είναι αρκετά αξιοσημείωτη. Eυτυχώς, συμπλήρωσε, το Ταμείο Ανασυγκρότησης και Ανάκαμψης εστιάζει σε επενδύσεις στον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό, «το καλύτερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε, γιατί για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός, ένα ζητούμενο είναι μια δομική αλλαγή στην ενεργειακή μας πολιτική». Όπως είπε, αυτό δεν συνιστά μεν μόνιμη λύση, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει τεράστιος όγκος κεφαλαίων προς διάθεση στις οικονομίες της ΕΕ, μεταξύ άλλων από το Ταμείο Ανασυγκρότησης και Ανάκαμψης.

Τα δίδυμα μεγάλα σοκ στην ευρωπαϊκή οικονομία και η ανταπόκριση της ΕΕ

Στη σωστή κατεύθυνση και ισορροπημένες είναι οι προτάσεις και η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επί του θέματος, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ), Μιχάλη Αργυρού, ο οποίος εξέφρασε την αισιοδοξία ότι τελικά η ΕΕ θα καταλήξει σε έναν αμοιβαία αποδεκτό συμβιβασμό.

Πρόσθεσε ότι είναι γενική η αναγνώριση του γεγονότος ότι έπειτα από τα μεγάλα δίδυμα σοκ της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, η ΕΕ ανταποκρίθηκε επιθετικά με τις κατάλληλες κινήσεις, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει η μακρά ύφεση που παρατηρήθηκε στην προηγούμενη κρίση. Ωστόσο, σε μια περίοδο που ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ στα κράτη-μέλη παραμένει υψηλός, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποια δημοσιονομική προσαρμογή είναι τώρα απαραίτητη: απαραίτητη, αλλά χρειάζεται ταυτόχρονα να είναι ισορροπημένη, καθότι «πρέπει να σχεδιαστεί με τρόπο ώστε να μην επηρεάζει αρνητικά τις επενδύσεις και την ανάπτυξη».

Ο κ. Αργυρού πρόσθεσε ότι κάθε δημοσιονομική στρατηγική πρέπει επιπλέον να χαίρει αξιοπιστίας στις αγορές, καθώς «οι αγορές δεν πρέπει ν' αμφιβάλλουν ως προς το τι προσπαθούμε να πετύχουμε». Συμφώνησε με τον κ. Κοστέλο ότι για να είναι μια οικονομική στρατηγική επιτυχημένη, χρειάζεται να υπάρχει «ιδιοκτησία» της σε εθνικό επίπεδο, όχι μόνο επειδή έτσι θα απαντά στις ειδικές ανάγκες κάθε κράτους-μέλους, αλλά και διότι έτσι αυξάνεται το περιθώριο συμμόρφωσης της κάθε χώρας στους στόχους.

Η επείγουσα ανάγκη για επενδύσεις και κεφάλαια

«Αν έπρεπε να διαλέξουμε τις μάχες που δίνουμε, θα προέκρινα τη δημιουργία κεφαλαίων που χρηματοδοτούν επενδύσεις» επισήμανε η ανώτατη ερευνήτρια του Bruegel, Μαρία Δεμερτζή, συμπληρώνοντας ότι σε μια περίοδο, που με βάση τα standards της Κομισιόν η ΕΕ χρειάζεται πρόσθετες επενδύσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως, η επείγουσα ανάγκη είναι να βρεθούν τα αναγκαία κεφάλαια.

Η κυρία Δεμερτζή πρόσθεσε ότι και το Next Generation EU ήταν ένα εργαλείο για τη στήριξη επενδύσεων, όχι χωρών, παρότι βέβαια ελάφρυνε τις χρηματοδοτικές πιέσεις επί των κρατών-μελών. Σημείωσε ακόμα, ότι ενώ στην πανδημική κρίση η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική κινήθηκαν «χέρι-χέρι», στην ενεργειακή κρίση αυτές οι δύο «μηχανές» ακολούθησαν αντίθετη κατεύθυνση: η μεν δημοσιονομική επιτάχυνε για να στηρίξει επιχειρήσεις και νοικοκυριά, η δε νομισματική λειτούργησε στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, λόγω του πληθωρισμού, οδηγώντας μεταξύ άλλων σε πρωτοφανή αύξηση των επιτοκίων.

«Δεν ξέρουμε πού θα καταλήξει όλο αυτό σε όρους του τι μακροοικονομικό περιβάλλον θα έχουμε, όταν οι δύο μηχανές αρχίσουν ξανά να δουλεύουν στην ίδια κατεύθυνση, αλλά έχουμε επίσης την επιστροφή (στο Σύμφωνο Σταθερότητας) μέσα στους επόμενους λίγους μήνες» σημείωσε.

Σε μια περίοδο που η ΕΕ επιστρέφει στη δημοσιονομική πειθαρχία του Συμφώνου Σταθερότητας, ο αντιπρόεδρος της Philip Morris International, South-East Europe, Χρήστος Χαρπαντίδης, αναφέρθηκε σε τρεις πτυχές, στις οποίες θα πρέπει να δοθεί προσοχή: Πρώτον, στη συνέχιση της πράσινης μετάβασης, όπου όχι απλά δεν πρέπει να χαθεί χρόνος, αλλά χρειάζεται επιτάχυνση. Δεύτερον, στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας, δεδομένου ότι η συνέχιση της εκβιομηχάνισης της Ευρώπης είναι αναγκαία. Όπως είπε, οι κυβερνητικές πολιτικές βοηθούν, αλλά «και εμείς ως επιχειρήσεις, έχουμε την ευθύνη να κάνουμε τολμηρά βήματα μπροστά, να επενδύσουμε, να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας και να δώσουμε ώθηση στις εξαγωγές». Και τρίτο και πιο σημαντικό, είναι η ανθρωποκεντρικότητα των εφαρμοζόμενων πολιτικών, με μέριμνα για πολίτες, εργαζόμενους και καταναλωτές, με δράσεις από την ΕΕ αλλά και τον ιδιωτικό τομέα. Ο κ. Χαρπαντίδης σημείωσε ακόμα, ότι η τρέχουσα περίοδος απαιτεί ευελιξία, ενώ υπενθύμισε ότι από το 2017 έως σήμερα η εταιρεία έχει επενδύσει 1,3 δισ. δολάρια στη νοτιοανατολική Ευρώπη, δημιουργώντας πάνω από 2000 νέες θέσεις εργασίας στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της περιοχής.

Τη συζήτηση συντόνισε ο πρέσβης της Ελλάδας στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), καθηγητής Γιώργος Παγουλάτος, ο οποίος έθεσε το πλαίσιό της με καίρια ερωτήματα για την επόμενη ημέρα της ΕΕ μετά την επιστροφή στο Σύμφωνο Σταθερότητας. Ο κ. Παγουλάτος υπενθύμισε ότι μετά το 2008 η μία κρίση διαδέχεται την άλλη και ότι ακόμα και οι όροι «polycrisis» (η ταυτόχρονη εκδήλωση πολλών κρίσεων ή καταστροφικών γεγονότων) και «permacrisis» (η εξαιρετικά παρατεταμένη περίοδος αστάθειας και ανασφάλειας, ιδίως σε συνέχεια καταστροφικών γεγονότων) φαίνεται να υποτιμούν τις δυσκολίες που βίωσε η ΕΕ τα τελευταία χρόνια.