Σύμφωνο Σταθερότητας: Κέρδη για την Ελλάδα αλλά με όρους και πειθαρχία

Σύμφωνο Σταθερότητας: Κέρδη για την Ελλάδα αλλά με όρους και πειθαρχία

Κερδισμένη θα πρέπει να θεωρείται η Ελλάδα από τη μάχη για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, αφού πήρε αυτά που ζητούσε, την ειδική μεταχείριση για τις αμυντικές δαπάνες και την απαλλαγή από τον πονοκέφαλο της ενσωμάτωσης το 2033 στο χρέος, τόκων ύψους 25 δισ ευρώ από τα δάνεια του πρώτου μνημονίου.

Οι μεν αμυντικές δαπάνες θα προσμετρώνται στο έλλειμμα, αλλά τυχόν υπέρβαση του σχετικού ορίου εξαιτίας τους, δεν θα ενεργοποιεί τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος που προβλέπουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες. Οι δε, αναβαλλόμενες πληρωμές τόκων από το δάνειο του EFSF που κανονικά λήγουν το 2033 δεν θα συνυπολογιστούν στο δείκτη βιωσιμότητας του χρέους.

Δίνεται δηλαδή στην Ελλάδα μια κάποια ευελιξία στην δημοσιονομική της πολιτική με την τακτοποίηση των δύο αυτών σοβαρών προβλημάτων, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες για περισσότερο χώρο, αλλά με τον όρο πάντα ότι η οικονομία θα συνεχίζει να παράγει πλεονάσματα και ότι θα μειώνει το χρέος της. Δηλαδή ότι η χώρα δεν θα δανείζεται περισσότερα απ’ όσα χρωστάει, συνεχίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο να παράγει μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ ταυτόχρονα θα μειώνεται όλο και περισσότερο η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ, μέσω της αύξησης του παρονομαστή.

Η αυστηρή αυτή πειθαρχία στην οποία έχει ούτως ή άλλως μπει η ελληνική οικονομία, συνδυαστικά με την ανάπτυξη της οικονομίας με ρυθμό μεγαλύτερο του μέσου όρου της ευρωζώνης, μαζί με το γεγονός ότι φεύγει το αγκάθι του 2033, θα μας επιτρέψει πιθανότατα από του χρόνου να ανέβουμε ακόμη ένα- δύο σκαλοπάτια στην επενδυτική βαθμίδα.

Αλλά είναι σφάλμα να πιστέψει κανείς ότι οι ελαφρύνσεις που πέτυχε η Ελλάδα στο νέο Σύμφωνο Σταθερότητας δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη δημοσιονομική πειθαρχία. Ο στόχος είναι σαφής: Επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια, με ταυτόχρονη εξασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας και της βιωσιμότητας του χρέους.

Είναι ο δρόμος της αρετής που θα πρέπει να ακολουθεί ευλαβικά από εδώ και πέρα και για τα επόμενα χρόνια η ελληνική οικονομία αν θέλει να καρπωθεί τα οφέλη από την προσέλκυση νέων επενδύσεων και την περαιτέρω αναβάθμιση του διεθνούς στάτους της χώρας. Δεν είναι καθόλου αυτονόητο πως το μονοπάτι είναι εύκολο. Ούτε το γεγονός ότι την τελευταία τετραετία η οικονομία συνδυάζει τη δημοσιονομική πειθαρχία με την γρήγορη ανάπτυξη, διασφαλίζει πώς θα επαναληφθεί και στο μέλλον.

Σήμερα, κάθε χώρα- μέλος με χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ υποχρεούται να το μειώνει κάθε χρόνο κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού, γεγονός που για μια χώρα σαν την Ελλάδα μεταφράζεται σε ετήσια μείωση 4,5% - 5% για τα επόμενα χρόνια. Στο εξής, με τους νέους κανόνες, η απαιτούμενη μείωση θα υπολογίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά της κάθε χώρας και ως ελάχιστο όριο για όσες έχουν υψηλό χρέος άνω του 90% του ΑΕΠ, όπως η Ελλάδα, τίθεται ένα μέσο ποσοστό 1%. Αν σκεφτεί κανείς ότι έχουμε καταφέρει να μειώνουμε σταθερά την τελευταία τριετία (2021-2023), τον λόγο χρέος προς ΑΕΠ πάνω από δέκα και πλέον μονάδες το χρόνο, τότε το όριο του 1% φαντάζει πραγματικά λίγο. Ουδείς όμως μας διαβεβαιώνει ότι θα συνεχίσουμε να μπορούμε να κάνουμε το ίδιο και στο μέλλον σε ένα δυσμενές διεθνώς περιβάλλον. Όταν η οικονομία θα πρέπει να αναπτύσσεται με ρυθμό πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και να παράγει ταυτόχρονα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% και πάνω. Αλλά, η βιωσιμότητα του χρέους είναι αδύνατη χωρίς υψηλή οικονομική ανάπτυξη, η οποία με τη σειρά της είναι αδύνατη χωρίς δημοσιονομική σταθερότητα... 

Αποτέλεσμα της μάχης που οδήγησε στον χθεσινό συμβιβασμό, μεταξύ Γερμανίας από τη μια πλευρά και Γαλλίας -Ιταλίας από την άλλη, με τις οποίες συντάχθηκε σε γενικές γραμμές και η Ελλάδα, ήταν οι βασικές προβλέψεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα (3% του ΑΕΠ) και για το Δημόσιο χρέος (60% του ΑΕΠ) να παραμείνουν αμετάβλητες. Αλλάζει ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο ενεργοποιείται η Διαδικασία του Υπερβολικού Ελλείμματος, δηλαδή η ένταξη σε «καθεστώς επιτήρησης». Συνοψίζοντας τις αλλαγές τόσο αυτές που αφορούν άμεσα την Ελλάδα, όσο και συνολικότερα, προκύπτουν επτά βασικά κεφάλαια. 

  1. Εξαίρεση αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό του υπερβολικού ελλείμματος. Αν το έλλειμμα ξεπερνά το όριο του 3%, τότε θα εξετάζεται κατά πόσο αυτό οφείλεται σε υψηλές δαπάνες για επενδύσεις στην άμυνα. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι όταν μια χώρα αυξάνει σημαντικά τις επενδύσεις στην άμυνα, αυτές θα μπορεί να μην λαμβάνονται υπόψη για την υπαγωγή στην διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος. Σημειωτέον ότι είναι η μοναδική κατηγορία δαπάνης για την οποία μπήκε αυτή η πρόνοια. «Δώσαμε μεγάλη μάχη για να πετύχουμε αυτή την εξαίρεση», είχε πει κατά την προ ημερών ομιλία του στην Βουλή, ο Πρωθυπουργός. Βέβαια θα πει κανείς ότι η Ελλάδα απέχει αρκετά από τόσο υψηλά ελλείμματα. Το έλλειμμα ανέρχεται σε 2,1% φέτος και αναμένεται να πέσει στο 1,1% του ΑΕΠ το 2024. Αλλά ουδείς μπορεί να προβλέψει το τι θα μπορούσε να συμβεί τα επόμενα χρόνια..
  2. Αφαίρεση αναβαλλόμενων πληρωμών τόκων, ύψους 25 δισ ευρώ από το δάνειο του EFSF που λήγουν το 2033, κατά την εφαρμογή του δείκτη βιωσιμότητας χρέους. Η ενσωμάτωση των τόκων των επίσημων δανείων στο χρέος, δεν θα ληφθεί υπόψη στους υπολογισμούς εξέλιξης του χρέους. Ενας σοβαρός πονοκέφαλος ως προς τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, φεύγει από τη μέση. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει επουδενί ότι η Ελλάδα μπορεί να αρχίσει να δανείζεται περισσότερα απ’ όσα χρωστάει. 
  3. Η μείωση του χρέους για τις υπερχρεωμένες χώρες (με ποσοστό άνω του 60% του ΑΕΠ), όπως η Ελλάδα θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ το χρόνο. Δίνει μια ευελιξία στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής, αφού μέχρι τώρα η υποχρέωση ήταν η ετήσια μείωση να ισούται με το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού, ωστόσο δεν σημαίνει εφησυχασμό.
  4. Έλλειμμα όχι πάνω από 1,5% του ΑΕΠ. Ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όταν δηλαδή το έλλειμμα θα είναι εκ των πραγμάτων υψηλότερο, τα κράτη μέλη πρέπει να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Στο υφιστάμενο πλαίσιο, υπάρχουν δύο τέτοια ανώτατα όρια τα οποία στην περίπτωση της Ελλάδας συνεπάγονται μέγιστο έλλειμμα ίσο με 0,5% του ΑΕΠ και 0,7% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Με τους νέους κανόνες, τα όρια αυτά καταργούνται και στην θέση τους τίθεται ένα ενιαίο και λιγότερο αυστηρό ανώτατο όριο, το οποίο προβλέπει ότι το έλλειμμα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 1,5% του ΑΕΠ.
  5. Τετραετή εθνικά σχέδια δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι εθνικές πολιτικές θα σχεδιάζονται με μεγαλύτερη έμφαση στα χαρακτηριστικά της κάθε οικονομίας με 4ετή σχέδια προσαρμογής. Είναι υπό μια έννοια, ένα παρόμοιο μοντέλο με εκείνο των Εθνικών Σχεδίων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που εφαρμόζονται στα πλαίσια του προγράμματος NextGenEU. Κάθε χώρα θα πρέπει να ακολουθεί τους συμφωνημένους κοινούς κανόνες ενώ η Κομισιόν θα εκδίδει μια τεχνική πρόταση (“technical trajectory”) που θα αποτελεί το επίκεντρο της δημοσιονομικής προσαρμογής, όσον αφορά τις πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες. Επάνω σε αυτήν θα γίνεται η συζήτηση με κάθε χώρα που θα μπορεί να προτείνει και αυτή την δική της πρόταση δημοσιονομικής προσαρμογής. Εφόσον η χώρα μπορεί να την τεκμηριώσει, η πορεία εξέλιξης των δημοσίων δαπανών της θα μπορεί να αποκλίνει από εκείνη που προτείνει η Κομισιόν.
  6. Τι ισχύει για τις φιλοαναπτυξιακές επενδύσεις. Δημιουργείται περισσότερος  δημοσιονομικός χώρος για την πραγματοποίηση επενδύσεων με αναπτυξιακό χαρακτήρα, όπως για τη ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και την ενεργειακή ασφάλεια. Οχι, οι επενδύσεις αυτές δεν εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ελλείμματος και του χρέους. Απλώς τα κράτη που δεσμεύονται να πραγματοποιήσουν ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων θα μπορούν να αιτηθούν μεγαλύτερη περίοδο προσαρμογής (έως 7 αντί για 4 έτη) προκειμένου  να πετύχουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους. 
  7. Ρήτρες διαφυγής. Αναγνωρίζεται η δυνατότητα παρεκκλίσεων από τις προβλέψεις των τετραετών Σχεδίων Προσαρμογής, είτε σε περίπτωση που επέλθει σοβαρή οικονομική ύφεση στη ζώνη του ευρώ ή την ΕΕ («Γενική Ρήτρα»), είτε σε εξαιρετικές περιστάσεις που βρίσκονται εκτός του ελέγχου των εθνικών κυβερνήσεων και έχουν σημαντική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά τους («ειδική ρήτρα»).