Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Την εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2019 θα διαμορφωθεί στο 2,9% αντί για 3,5% του ΑΕΠ που είναι ο στόχος, παρέθεσε ο Γιάννης Στουρνάρας, σε μία ξεκάθαρη προειδοποίηση για δημοσιονομικό εκτροχιασμό εξαιτίας της έντονης παροχολογίας και των μέχρι σήμερα εξελίξεων στο έτος.
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι ο στόχος για το πλεόνασμα μέχρι το 2022 πρέπει να αλλάξει σε συνεννόηση και συμφωνία με τους πιστωτές και η οικονομική πολιτική να υιοθετήσει ένα μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και χαμηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να είναι φιλικότερο προς τις επενδύσεις, την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη.
Ο διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε και στις πρόσφατες εξελίξεις στην αγορά ομολόγων σημειώνοντας ότι είναι πολύ ενθαρρυντικές λόγω της μείωσης των αποδόσεων. Εφόσον συνεχιστούν, συνέχισε ο διοικητής της ΤτΕ, κάτι το οποίο απαιτεί την άσκηση μίας συνεπούς οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη δημοσιονομική υπευθυνότητα σε συνδυασμό με την τήρηση όλων των προϋποθέσεων για την εδραίωση ενός εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου, το επιχείρημα για μείωση των στόχων του πλεονάσματος ενισχύεται.
Παράλληλα, σε ομιλία του στο «2nd InvestGR Forum 2019: Foreign Investments in Greece», ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ανέλυσε τους παράγοντες που θα οδηγήσουν σε τόνωση της ανάπτυξης και στην κάλυψη του μεγάλου επενδυτικού κενού που εμφανίζει η Ελλάδα.
«Προκειμένου να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να διασφαλιστεί η επίτευξη ταχύτερων ρυθμών ανάπτυξης, απαιτείται προώθηση και όχι αναστολή και κατάργηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα», τόνισε ο κ. Στουρνάρας για να προσθέσει ότι κάτι τέτοιο θα καταστήσει την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις και θα υποβοηθήσει τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο, εξωστρεφές πρότυπο, με υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, το επενδυτικό κενό της χώρας είναι ελαφρώς χαμηλότερο από τα 100 δισ. ευρώ που εκτιμά ο ΣΕΒ, αλλά μπορεί να καλυφθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα και με ρεαλιστικούς ρυθμούς επενδύσεων (5% ετησίως εξαιρουμένων των επενδύσεων σε ακίνητα), εφόσον οι επενδύσεις επικεντρωθούν στους πλέον παραγωγικούς και εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας. Για το σκοπό αυτό, είναι επιτακτική ανάγκη στο προσεχές διάστημα να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες περιορίστηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθώς έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, και να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις καθώς αυτές ενθαρρύνουν την ανάληψη πρόσθετων ιδιωτικών επενδύσεων.
Το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί φιλικό προς τις επενδύσεις και αυτό οφείλεται κυρίως στους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές στην εκτεταμένη γραφειοκρατία, στην ύπαρξη εμποδίων και προσκομμάτων που αποδεδειγμένα παρεμποδίζουν την υλοποίηση επενδύσεων και, εν τέλει, επιδεινώνουν το επιχειρηματικό κλίμα, καθώς και στις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης.
Σε αυτό το πλαίσιο, υπογραμμίζει ο κ. Στουρνάρας, πρέπει να σημειωθεί ότι η ανταγωνιστικότητα εκτός των τιμών, η λεγόμενη «διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα», δεν είναι μόνο χαμηλή σε σύγκριση με τους ευρωπαίους εταίρους, αλλά στην πραγματικότητα υποχώρησε τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με το δείκτη ευχέρειας του επιχειρείν της Παγκόσμιας Τράπεζας (2018), το δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (2018), αλλά και με βάση την παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας για το 2019 του IMD World Competitiveness Center.
Επενδύσεις
Βάσει των εκτιμήσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, για να φθάσει το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα την επόμενη δεκαετία στα επίπεδα του 2010, θα χρειαστεί μία αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου σε σταθερές τιμές κατά περίπου 10% ετησίως μέχρι το 2029, εφόσον διατηρηθεί το υπάρχον μίγμα επενδύσεων. Αν εξαιρέσουμε τις επενδύσεις σε κατοικίες, τότε για να αποκατασταθεί το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα εκτός κατοικιών στα επίπεδα του 2010, θα χρειαστεί μία αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου (πλην κατοικιών) κατά περίπου 5% ετησίως μέχρι το 2029. Εκτιμάται ότι ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων της τάξης του 5% ετησίως για την επόμενη δεκαετία είναι μεν υψηλοί, αλλά εφικτοί για την ελληνική οικονομία με βάση την ιστορική εμπειρία, και εφ' όσον βεβαίως υιοθετηθεί η κατάλληλη πολιτική.
Συνεπώς, για να καλυφθεί το επενδυτικό κενό σε εύλογο χρονικό διάστημα και με πιο ρεαλιστικούς ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων, οι επενδύσεις πρέπει στο εξής να επικεντρωθούν στις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρηματικές δραστηριότητες, ώστε να αποφευχθούν τα λεγόμενα «φαινόμενα υστέρησης» (σύμφωνα με τα οποία η ύφεση που προηγήθηκε απαξιώνει το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας σε μόνιμη βάση). Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Enterprise Greece, μπορεί να υπάρξει επιτάχυνση των επενδύσεων έως το 2023, καθώς περισσότερα από 80 μεγάλα έργα υποδομής βρίσκονται είτε υπό διαγωνισμό για την υποβολή προσφορών είτε σε φάση υλοποίησης έως το 2023, με συνολικό προϋπολογισμό άνω των 20 δισ. ευρώ.