Το άλμα κατά 28 θέσεις της Ελλάδας στο επιχειρηματικό περιβάλλον και η αναρρίχηση μας από τη 62η θέση της περιόδου 2014-2018, στη 34η σήμερα μεταξύ 82 χωρών, μας υπενθυμίζει πόσο έχουν αλλάξει την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό, οι μεταρρυθμίσεις, οι μειώσεις φόρων και η συνετή δημοσιονομική πορεία των τελευταίων ετών.
Ταυτόχρονα όμως το παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας δεν λέει να αλλάξει, που ήταν και το ζητούμενο της έκθεσης Πισσαρίδη του 2020.
Συνεχίζει να στηρίζεται στην κατανάλωση των νοικοκυριών σε ποσοστό 88%, όσο περίπου και πριν από μια δεκαπενταετία, προτού ξεσπάσει η μεγάλη κρίση. Τα στοιχεία για τις επενδύσεις δείχνουν ότι αυξήθηκαν με το ισχνό 4%, στα 27,8 δισ., όταν οι αρχικές προσδοκίες ένα χρόνο πριν, προέβλεπαν αύξηση 15,5%.
Τέτοια αντιφατικά σινιάλα στέλνει συχνά το τελευταίο διάστημα η ελληνική οικονομία. Κάποιες επιχειρήσεις, όχι μόνο του ιδιωτικού τομέα, που έκαναν ανοίγματα εξωστρέφειας τα τελευταία χρόνια, βλέπουν σημαντική αύξηση της αξίας τους, όταν άλλες δυσκολεύονται να χρηματοδοτηθούν.
Την ίδια στιγμή, τα προ ημερών στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνουν ανάπτυξη 2% για το 2023, ναι μεν είναι κατώτερα των προσδοκιών, ωστόσο ο ρυθμός αυτός είναι τετραπλάσιος από το 0,5% της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Eurostat.
Ταυτόχρονα όμως, στα στοιχεία που ανακοίνωσε πάντα η Eurostat, όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, η Ελλάδα καταλαμβάνει την προτελευταία θέση στην ΕΕ των 27. Βρισκόμαστε στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ και είμαστε καλύτεροι μόνο από τη Βουλγαρία που έχει 64%.
Και ενώ, ο κατώτατος μισθός που φαίνεται ότι έχει «κλειδώσει» στα 830 ευρώ, (συν 50 ευρώ μεικτά), έχει ήδη αυξηθεί κατά 33% από το 2018, ο μέσος μισθός, ο οποίος είναι και το ζητούμενο δεν έχει ανέβει παρά 16%. Βρίσκεται χαμηλότερα και από το 2009.
Ερωτήματα προκαλεί επίσης το γεγονός ότι ενώ οι επενδύσεις στις κατοικίες τριπλασιάστηκαν την τελευταία πενταετία φτάνοντας πέρυσι στα 3,8 δισ. ευρώ, το μεγάλο μας πρόβλημα παραμένει η παραγωγικότητα. Ο μόνος τρόπος για να αυξηθεί είναι μέσω επενδύσεων σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όχι σε ακίνητα και κατοικίες.
Σε σχέση με την ΕΕ των 15, η Ελλάδα έχει το 52,5% της παραγωγικότητας (ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας σε όρους αγοραστικής δύναμης). Στη πράξη αυτό σημαίνει ότι το απόθεμα κεφαλαίου είναι πολύ χαμηλό και χρειαζόμαστε επενδύσεις για να την αυξήσουμε. Μας ξεπερνάει όλος ο λεγόμενος ευρωπαϊκός Νότος, η Πορτογαλία με 62%, η Ιταλία με 91%, η Ισπανία με 85%.
Ασυμμετρίες που δεν βοηθούν στη σύγκλιση με την Ευρωζώνη, και που για να βελτιωθούν, πρέπει να ισοφαρίσουμε τα μειονεκτήματα του μεγάλου δημόσιου χρέους και του δημογραφικού με μεταρρυθμίσεις, με διαφανείς όρους ανταγωνισμού και με διεύρυνση της βάσης των επενδύσεων.
Από τα στοιχεία όμως των επενδύσεων δεν διαφαίνεται μια σταθερή πορεία προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Δεν προκύπτει από κάπου αυτό που θα ήθελε να δει η Moody’s, μια πιο γρήγορη αλλαγή στην οικονομική δομή της Ελλάδας, εννοώντας προφανώς μια αλλαγή της «συνταγής» που θα συνέβαλε στη βελτίωση της οικονομικής ανθεκτικότητας και επίσης θα ήταν θετική για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.
Παράλληλα όμως με τα παραπάνω, το κλίμα συνεχίζει να κινείται με ευνοϊκότερους ρυθμούς από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Η χώρα εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις έξι χώρες στην ΕΕ με τις καλύτερες επιδόσεις όσον αφορά την απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και η ελληνική οικονομία συνεχίζει να βρίσκεται σε θετικότερο κύκλο.
Τα δύο αυτά πρόσωπα της οικονομίας είναι πάντα εδώ και ναι μεν οι τάσεις σύγκλισης είναι σαφείς, όμως μεγάλη είναι και η απόσταση που μένει να καλυφθεί.
Το βάρος του δημόσιου χρέους, το δημογραφικό και η εξάρτηση από τις εξελίξεις στην ΕΕ, που κινείται σε κατάσταση ήπιας ύφεσης είναι πάντα οι μεγάλοι κίνδυνοι και για να τους ξεπεράσουμε, οι οικονομολόγοι λένε ότι θα πρέπει να «τρέχουμε» ως οικονομία με ρυθμό ανάπτυξης περίπου διπλάσιο απ’ ότι την προηγούμενη δεκαετία.
Δίχως συνέχιση των μεταρρυθμίσεων είναι πολύ πιθανό η σημερινή θετική πορεία να εξασθενίσει, είτε λόγω εξωτερικών παραγόντων, είτε επειδή θα εξαντλούνται και οι επιπτώσεις των λόγων που η Ελλάδα αναπτύσσεται με 2%.