Του Βασίλη Γεώργα
Το «λάθος» της κυβέρνησης να πιστέψει -και να διατυμπανίσει μάλιστα τους προηγούμενους μήνες - ότι η συνταγή της υπερφορολόγησης θα αφήσει ανεπηρέαστη την οικονομία και θα συμβάλει στη «δίκαιη ανάπτυξη», ήδη πληρώνεται ακριβά.
Τα πολιτικά επίχειρα από τις δυσκολίες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων να ανταποκριθούν, είναι δικό της πρόβλημα. Όμως το κόστος από τον λογαριασμό των νέων άμεσων και έμμεσων φόρων στους οποίους βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό το τρίτο μνημόνιο, είναι ένα πρόβλημα που εκτείνεται σε όλη την οικονομία. Ρίχνει έξω τα έσοδα του προϋπολογισμού στρώνοντας το έδαφος για νέα εισπρακτικά μέτρα, ναρκοθετεί την ανάκαμψη, «τρώει» τις εναπομείνασες καταθέσεις στις τράπεζες και μεγεθύνει τις ουρές των ληξιπρόθεσμων χρεών κάθε είδους.
Την Παρασκευή ανακοινώθηκαν δύο οικονομικά στοιχεία, που αν και πρώιμα, αποτελούν ηχηρή επιβεβαίωση ότι η φοροδοτική ικανότητα πολιτών και επιχειρήσεων έχει φτάσει στο ναδίρ.
Απλήρωτοι φόροι εισοδήματος
Το πρώτο ήταν ο λόγος για τον οποίο τα φορολογικά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού τον Ιούλιο έπεσαν έξω κατά 375 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο. Το μεγαλύτερο μέρος της απώλειας ήρθε ως αποτέλεσμα της αδυναμίας ή της συνειδητής επιλογής χιλιάδων φυσικών προσώπων να μην πληρώσουν την πρώτη δόση του φόρου εισοδήματος. Τα έσοδα από τον φόρο υπολείπονταν κατά 272 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο. Και μπορεί επικοινωνιακά το οικονομικό επιτελείο να επιχαίρει επειδή για όλο το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου τα συνολικά έσοδα εξακολουθούν να κινούνται πάνω από τον στόχο κατά 401 εκατ. ευρώ (+1,6% στα 25,951 δισ. ευρώ), πλην, όμως, είναι σαν κάποιος να βάζει το κεφάλι του στην άμμο όταν δεν ακούει το προειδοποιητικό καμπανάκι που χτύπησε η πορεία των εισπράξεων του φόρου εισοδήματος τον περασμένο μήνα, ειδικά όταν εισερχόμαστε πλέον σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό τετράμηνο με αλλεπάλληλα φορολογικά χτυπήματα (ΕΝΦΙΑ, φόρος εισοδήματος, τέλη κυκλοφορίας) προκειμένου να συγκεντρωθούν περίπου 25 δις. ευρώ ως το τέλος του έτους.
Αύξηση καταθέσεων: την έφαγαν οι φόροι
Το δεύτερο στοιχείο που ανακοινώθηκε την Παρασκευή και δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικό, ήταν η νέα υποχώρηση των τραπεζικών καταθέσεων τον Ιούλιο, μετά από δύο μήνες αύξησης τους. Η μείωση των καταθέσεων ήταν μικρή – κατά 160 εκατ. ευρώ ή 0,13% στα 122,58 δις. ευρώ σε μηνιαία βάση- αλλά ήταν μια εξέλιξη με ιδιαίτερα αρνητικό συμβολισμό. Ο Ιούλιος ήταν ο μήνας της περαιτέρω χαλάρωσης των capital controls με την εφαρμογή του μέτρου της απελευθέρωσης στην κίνηση του του «νέου χρήματος» και την αύξηση του ορίου αναλήψεων σε 840 ευρώ ανά δεκαπενθήμερο, αλλά και περίοδος αυξημένης τουριστικής κίνησης. Οι προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί για σημαντική επιστροφή καταθέσεων και αύξηση του «αποθέματος» τον Ιούλιο δεν επιβεβαιώθηκαν για δύο πιθανούς λόγους: ο ένας είναι οι αυξημένες υποχρεώσεις των πολιτών και των επιχειρήσεων που είχαν ως αποτέλεσμα να φύγουν λεφτά από τις τράπεζες για να πληρωθούν φόροι. Ο δεύτερος σχετίζεται με το έλλειμμα εμπιστοσύνης που διατηρείται, καθώς όπως φαίνεται οι καταθέτες που προτίμησαν να εκμεταλλευτούν τη δυνατότητα ανάληψης 840 ευρώ το 15νθήμερο ήταν περισσότεροι από εκείνους που πείστηκαν να μεταφέρουν λεφτά από το στρώμα τους, στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους.
Τα παραπάνω αν και αποτελούν μια «φωτογραφία» του παρελθόντος που εστιάζει στον Ιούλιο, είναι φαινόμενα που εκ των πραγμάτων επιτείνουν τον προβληματισμό καθώς δείχνουν ότι η οικονομία παραμένει κολλημένη στον ίδιο βάλτο. Πολύ περισσότερο επίσης, γιατί συνδυάζονται με άλλες πολύ δυσάρεστες εξελίξεις στο οικονομικό μέτωπο όπως είναι η διόγκωση των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών που σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία για τον Ιούλιο έσπασαν πλέον το φράγμα των 90 δισ. ευρώ έχοντας αυξηθεί πάνω από 8 δισ. ευρώ μέσα στο 2016 και με την αρνητική πορεία του ΑΕΠ για τέταρτο συνεχόμενο τρίμηνο (Ιούλιος 2015-Ιούνιος 2016), υπό το βάρος της μειούμενης κατανάλωσης, των καθηλωμένων εξαγωγών και της χαμηλής επενδυτικής δαπάνης.
Αν τα φαινόμενα αυτά είναι τόσο έντονα μέσα στο καλοκαίρι που ο τουρισμός λειτουργεί στην Ελλάδα ως λέμβος διάσωσης για την οικονομία, θα πρέπει κανείς να ελπίζει στα θαύματα για να περιμένει ότι θα βελτιωθούν τα πράγματα το Φθινόπωρο και τον χειμώνα που έρχεται μαζί με τη βροχή των νέων φόρων στα καύσιμα.