Του Γιώργου Φιντικάκη
Κλείνουν 190 χρόνια στην παροχή των ταχυδρομικών υπηρεσιών, αλλά ούτε έναν στην αγορά ρεύματος. Και όμως, πέντε μόλις μήνες ήταν αρκετοί ώστε τα ΕΛΤΑ να... πενταπλασιάσουν το μερίδιό τους. Επίτευγμα που είτε πήρε χρόνια, είτε παραμένει όνειρο θερινής νυκτός για τη συντριπτική πλειοψηφία των παραδοσιακών παικτών που δραστηριοποιούνται στο χώρο κατά την τελευταία δεκαετία.
Ενώ λοιπόν τα νερά στην αγορά ηλεκτρισμού δείχνουν στάσιμα, τα ΕΛΤΑ κατάφεραν να αυξήσουν το μερίδιό τους από 0,09% τον Σεπτέμβριο του 2017, σε 0,68% τον Μάρτιο του 2018. Αν και ακόμη μικρή σαν παρουσία, εντούτοις καμιά άλλη από τις 17 εταιρείες του χώρου δεν έχει καταφέρει κάτι παρόμοιο, δηλαδή να αυξήσει μέσα σε ένα πεντάμηνο το ποσοστό της κατά 655%.
Και το ερώτημα είναι ποια είναι η συνταγή τους. Στην αγορά ακούγονται πολλά, το μόνο σίγουρο ωστόσο είναι ένα. Η επιτυχία των ΕΛΤΑ έγκειται στη συστηματική προσέλκυση μέσω χαμηλών προσφορών του πλέον ώριμου κομματιού της αγοράς, δηλαδή των βιομηχανιών, των αλυσίδων λιανικής και των ξενοδοχείων.
Σε μια αγορά όμως όπου τα περιθώρια κέρδους είναι οριακά έως μικρά, αποτελεί απορίας άξιον πως μια επιχείρηση, της οποίας τα τελευταία δημοσιευμένα οικονομικά αποτελέσματα δείχνουν συνεχή επιδείνωση, καταφέρνει να έχει τόσο ελκυστικές προσφορές. Πως δηλαδή μια κρατική εταιρεία που βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος, με επιδεινούμενη ρευστότητα - καθώς αντί να μπει δυναμικά στις ταχυμεταφορές, εκείνη έχει στην ουσία παραμείνει στην εποχή του γράμματος- διαθέτει όλα αυτά τα κεφάλαια, ώστε να πρωταγωνιστεί μεταξύ των "μικρών" στην αγορά ρεύματος.
Απορίες που δεν έχουν απαντηθεί με αποτέλεσμα τα ερωτήματα στην αγορά να πληθαίνουν. Τόσο για το επιχειρηματικό πλάνο των ΕΛΤΑ στον τομέα της ενέργειας, και το ρίσκο που συνεπάγεται η δράση τους σε αυτήν, όπως τους έχει επισημάνει η διοίκηση του υπερ-Ταμείου, όσο και για την προέλευση των απαραίτητων κεφαλαίων.
Εκτός και αν προκειμένου να εμφανίζουν υψηλά μερίδια στην αγορά ρεύματος, τα Ταχυδρομεία πωλούν κάτω του κόστους, όπως τους προσάπτουν οι ανταγωνιστές τους. Και επειδή το ένα ερώτημα γεννά το άλλο, ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώνει μια εταιρεία που πουλά κάτω του κόστους, είναι να επιδοτεί τα τιμολόγιά της. Τρόποι μαγικοί δεν υπάρχουν. Ένας είναι η παρακράτηση χρημάτων τρίτων, όπως για παράδειγμα αυτών που προορίζονται για να πληρωθούν οι λογαριασμοί της ΔΕΗ, τακτική που εφόσον συμβαίνει, αναμφίβολα θα αποκαλύψει η έρευνα που έχει ξεκινήσει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας για τη κοστολογική βάση όλων των προμηθευτών.
Και μια και ο λόγος για κόστη, τελευταίως αυτά έχουν αυξηθεί, όπως δείχνουν οι δημοπρασίες ρεύματος τύπου ΝΟΜΕ. Εκείνη δηλαδή η διαδικασία μέσω της οποίας η ΔΕΗ πουλά υποχρεωτικά ποσότητες ρεύματος στην αγορά, και σε χαμηλές τιμές εκκίνησης, προκειμένου να αυξηθεί το μερίδιο των ιδιωτών ανταγωνιστών της, και να επιτευχθούν οι μνημονιακοί στόχοι για να μειωθεί το δικό της. Εδώ όμως και μερικούς μήνες, και συγκεκριμένα από τον Οκτώβριο του 2017, οι τιμές στις δημοπρασίες διαμορφώθηκαν στα 45 ευρώ/ μεγαβατώρα, δηλαδή σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Εάν κανείς προσθέσει τα υπόλοιπα κόστη, προκύπτει μια τελική τιμή γύρω στα 60 ευρώ. Στην αγορά ωστόσο ακούγεται ότι τα ΕΛΤΑ καταφέρνουν να πωλούν ρεύμα σε χαμηλότερη τιμή, που δύσκολα δικαιολογείται από τα κόστη τους.
Ενδεχομένως το υπερ-Ταμείο, όταν στο στρατηγικό σχέδιο που παρέδωσε προ μηνών στη διοίκηση των ΕΛΤΑ (σσ: τελεί την περίοδο αυτή υπό αξιολόγηση), χαρακτήριζε ως υψηλού ρίσκου την αγορά ρεύματος, να εννοούσε το προφανές : Ότι την ίδια στιγμή που τα Ταχυδρομεία διάγουν την πλέον απαιτητική οικονομική συγκυρία στη σύγχρονη ιστορία τους, με υψηλά επίπεδα στο σταθερό κόστος, χαμηλό δείκτη ρευστότητας και αδυναμία χρηματοδότησης νέων επενδύσεων, η δραστηριοποίησή τους χωρίς τεχνογνωσία σε μια νέα αγορά, απαιτεί κεφάλαια. Εάν αυτά δεν υπάρχουν, τότε το ρίσκο μεγαλώνει, και μπορεί να συμπαρασύρει στο διάβα του πολλούς.