Του Γιώργου Δασκαλόπουλου
Μεγάλο πονοκέφαλο για τους τραπεζίτες διαμορφώνει το «ζήτημα των καταθέσεων» στο περιβάλλον των μηδενικών και στην πράξη των αρνητικών επιτοκίων. Ενώ το «κύμα» επιστροφής χρήματος στις τράπεζες συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του έτους αντανακλώντας την εγκαθίδρυση ενός κλίματος εμπιστοσύνης για τη χώρα και το τραπεζικό σύστημα, οι ίδιες οι τράπεζες, παραμένουν με τα χέρια δεμένα σε ότι αφορά την προσφορά κινήτρων που θα κρατήσουν τις καταθέσεις αυτές. Σύμφωνα δε, με τις ενδείξεις, οι συνθήκες αποδόσεων για τις μακροπρόθεσμες καταθέσεις θα γίνουν ακόμη δυσκολότερες από τη νέα χρονιά.
Κατά τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζας της Ελλάδος, στο «κλείσιμο» του Οκτωβρίου 2019 τα «υπόλοιπα» καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) διαμορφώθηκαν στα 139,69 δισ. ευρώ. Τον μήνα αυτό, δηλαδή αυξήθηκαν κατά 525 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω των εισροών από την πλευρά των νοικοκυριών, που αναπλήρωσαν την αρνητική μεταβολή στα υπόλοιπα των επιχειρήσεων.
Αθροιστικά για το δεκάμηνο Ιανουαρίου - Οκτωβρίου, η καταθετική βάση είναι ενισχυμένη κατά 5,2 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας προέρχεται από φυσικά πρόσωπα, που τοποθέτησαν στους λογαριασμούς τους 4,8 δισ. ευρώ. Έτσι, για το σύνολο του δωδεκαμήνου οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι η χρονιά θα κλείσει με άνοδο των καταθέσεων κατά 10 δισ. ευρώ. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της «επιστροφής» των καταθέσεων από τα νοικοκυριά τοποθετείται σε ανοιχτούς λογαριασμούς (όψεως, ταμιευτήρια, κλπ.), τα υπόλοιπα των οποίων έχουν αυξηθεί κατά 5,45 δισ. ευρώ από την αρχή του χρόνου. Αντίθετα οι προθεσμιακές καταθέσεις είναι μειωμένες κατά 645 εκατ. ευρώ από την αρχή του χρόνου. Τον Οκτώβριο μάλιστα παρουσίασαν πτώση 573 εκατ. ευρώ. Ένα μέγεθος που ήδη χτυπά συναγερμό.
Η μείωση αποδίδεται κατά ένα λόγο στις πληρωμές των φορολογικών οφειλών που ξεκίνησαν από το Σεπτέμβριο. Αποδίδεται όμως και στις περίπου μηδενικές αποδόσεις των καταθέσεων προθεσμίας, που με λίγες εξαιρέσεις κυμαίνονται πλέον στο 0,3%. Αποδόσεις που πλέον αποτελούν αντικίνητρο για τους καταθέτες, πολλοί εκ των οποίων επιλέγουν επενδυτικά προγράμματα των τραπεζών, όπως τα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου, ή τα αμοιβαία κεφάλαια χαμηλού ρίσκου.
Το πρόβλημα έγκειται, ότι με τα νέα δεδομένα στα επιτόκια, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να ξεκινήσουν ένα νέο γύρο μειώσεων στα επιτόκια των απλών καταθετικών λογαριασμών, ο οποίος ξεκινά την επόμενη εβδομάδα και θα ολοκληρωθεί στις αρχές Ιανουαρίου του νέου έτους. Οι περικοπές θα καταστήσουν μηδενικές ή σχεδόν μηδενικές τις αποδόσεις στη μεγάλη πλειονότητα των ανοικτών λογαριασμών, ενώ από το 2020 αναμένονται μειώσεις της τάξης του 50% και στα επιτόκια των προθεσμιακών.
Ο λόγος για τον οποίο αυτό συμβαίνει, και ο οποίος συχνά διαφεύγει από τους αποταμιευτές είναι ότι όσες καταθέσεις δεν μετατρέπονται σε δάνεια ή άλλα στοιχεία του ενεργητικού, τοποθετούνται από τις τράπεζες υποχρεωτικά στην ΕΚΤ και αυτές καταβάλουν τόκο. Και με τα επιτόκια της ΕΚΤ στα επίπεδα του -0,50%, οι μειώσεις στις οποίες έχουν ήδη προβεί δεν αρκούν για να «μαζέψουν τη ζημιά που ήδη έχουν.
Έτσι, από το 2020 αναμένεται και νέα μείωση στα επιτόκια των προθεσμιακών που κατά τις πληροφορίες μεσοσταθμικά θα βρεθούν στο επίπεδο του 0,20%. Παράλληλα, όμως θα «περιοριστούν» και τα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου τα οποία πλέον οι τράπεζες δυσκολεύονται τόσο να διαμορφώσουν όσο και να συντηρήσουν. Για, δε, τους ανοικτούς λογαριασμούς, το μηδενικό περιβάλλον αποδόσεων θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο.
Πλέον, η αγορά κινείται σε μια πραγματικότητα στην οποία μια απόδοση της τάξης του 1,5% για μια κατάθεση, συνεπάγεται την ανάληψη του μικρού έστω ρίσκου που διαμορφώνει η επιλογή ενός «καλαθιού αμοιβαίων». Για κάτι περισσότερο οι καταθέτες θα πρέπει να στραφούν σε μετοχικά αμοιβαία, ή πλέον στο ρίσκο των ίδιων των μετοχών. Κάτι που προϋποθέτει απ' αυτούς και ιδιαίτερες γνώσεις.
Απέναντι στο περιβάλλον αυτό, οι τραπεζίτες εργάζονται πυρετωδώς, για να προσφέρουν στους καταθέτες κάτι περισσότερο, μια και από την πλευρά τους, δεν επιθυμούν να δουν και πάλι την απόσυρση του χρήματος από τα γκισέ. Με τις ειδήσεις από την πλευρά των τραπεζών να αναμένονται στις αρχές της χρονιάς, το βέβαιο είναι ότι πλέον η διατήρηση χρήματος, χωρίς ρίσκο, δεν θα είναι μια απλή υπόθεση. Τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες.