Του Γιώργου Φιντικάκη
Στο νήμα της εξόδου από το μνημόνιο, καθώς η οικονομία αναδύεται ξανά, ένα κλίμα αισιοδοξίας θα έπρεπε λογικά να αποτυπώνεται σε δείκτες, όπως η καταναλωτική εμπιστοσύνη και η πρόθεση των νοικοκυριών για αποταμίευση.
Κι όμως αυτοί όχι μόνο δεν ενδυναμώνονται, αλλά υποχωρούν. Και αντί να μειώνονται τα ποσοστά όσων πιστεύουν ότι δεν έρχονται καλύτερες ημέρες, αυτά αυξάνονται, με το 61% των νοικοκυριών που συμμετείχαν στην έρευνα του ΙΟΒΕ για το Μάιο, να προβλέπει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας, ενώ το 58% περιμένει επιδείνωση της δικής του οικονομικής κατάστασης. Εικόνα στην οποία έρχονται να προστεθούν τα εξαιρετικά απογοητευτικά ποσοστά της πρόθεσης αποταμίευσης, αφού το 89% των νοικοκυριών δεν θεωρεί καθόλου πιθανό ότι θα καταφέρει να βάλει στην άκρη χρήματα τον επόμενο χρόνο.
Τα παραπάνω αποτυπώνουν το αυτονόητο. Σταθεροποίηση του διαθέσιμου εισοδήματος σε χαμηλά επίπεδα, πανευρωπαϊκός πρωταθλητισμός σε φορολογικά βάρη, αδυναμία τιθάσευσης της ανεργίας ειδικά στους νέους, χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, κρατούν δεμένη την ιδιωτική κατανάλωση, και αυξάνουν τη στρατιά των «οικονομικά αιχμάλωτων», όσων δηλαδή χρωστούν έστω και μερικές εκατοντάδες ευρώ σε εφορία, ταμεία και τράπεζες. Ένας συνδυασμός που στραγγαλίζει αργά-αργά την οικονομία, και επιδεινώνει τις προσδοκίες για το αύριο.
Έπειτα είναι η μεγάλη εικόνα. Τα υπερπλεονάσματα θα συνεχίσουν και τα επόμενα χρόνια να στερούν πόρους από την οικονομία, η ρητορική της καθαρής εξόδου έχει ξεφτίσει, η περικοπή των συντάξεων και η μείωση του αφορολόγητου είναι μπροστά μας, ενώ οι ξένες επενδύσεις που δημιουργούν θέσεις εργασίας δεν είναι αρκετές.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα προκαλούσε μάλλον έκπληξη η ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία παρά την αύξηση 2,3% του ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018, σύμφωνα με τα σημερινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, εκείνη παρέμεινε καθηλωμένη, σημειώνοντας πτώση 0,3%.
Αυτό δείχνει ότι το ΑΕΠ της χώρας αυξάνεται από τις εξαγωγές, και κυρίως από τους υψηλούς φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές. Σε περίπτωση επομένως που η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη υποχωρήσει λόγω της ευρύτερης διεθνούς αστάθειας, και ταυτόχρονα δεν ανακάμψει η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα, τότε είναι πολύ πιθανό να χαθεί και ο φετινός στόχος για αύξηση του ΑΕΠ 2%-2,1% (έναντι αρχικής εκτίμησης της κυβέρνησης για 2,5%) και να καταλήξει στα επίπεδα του 2017 δηλαδή, στο 1,4%.
Εξάλλου, το σενάριο πολλών αναλυτών για την επόμενη δεκαετία μιλά για χαμηλό μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, λίγο πάνω από 1%, πολλώ δε μάλλον όταν προεξοφλούν ένα περιβάλλον διεθνούς αστάθειας. Ακριβώς αυτά βλέπουν όσοι επισημαίνουν την αναγκαιότητα, μετά τον Αύγουστο, ένταξης της Ελλάδας σε μια προληπτική γραμμή πίστωσης ή παράτασης του υφιστάμενου μνημονίου.
Είναι προφανές ότι αίσθημα πως τα “τα δύσκολα δεν έχουν τελειώσει”, είναι κυρίαρχο, λειτουργεί στην ουσία ως ένας φαύλος κύκλος, και εξηγεί γιατί οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν οι πλέον απαισιόδοξοι στην ΕΕ. Ακολουθούν τα νοικοκυριά από τη Βουλγαρία (-22,1 το Μάιο από -22,9 τον Απρίλιο), τη Ρουμανία (-24,3 από -23,2), την Ιταλία (-7,2 από -5,1) και την Ουγγαρία (-6,9 από -8,3). Ο μέσος δείκτης διαμορφώθηκε στις -0,1 (από -0,5) μονάδες στην ΕΕ και στις +0,2 (από +0,3) μονάδες στην Ευρωζώνη.
Το μήνυμα που στέλνουν μέσω της έρευνας του ΙΟΒΕ, τα νοικοκυριά, είναι το προφανές: Η υλοποίηση εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων είναι η μόνη ελπίδα για να μπορέσει η ελληνική οικονομία να υπερκεράσει δομικές παθογένειες και αρνητικές τάσεις. Όχι μειώσεις μισθών και άλλα μέτρα λιτότητας, αλλά μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα, και ενσωματώνουν την οικονομία στις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής. Καλές οι καταγγελίες όσων επιτίθενται στο νεοφιλελευθερισμό, αλλά μέχρι να εμφανιστεί ένας καλύτερος κόσμος θα πρέπει να επιβιώσουμε με τον υπάρχοντα.