Του Γιώργου Φιντικάκη
Την εμφάνισή τους πάνω από τον ελληνικό ουρανό κάνουν ήδη τα πρώτα μαύρα σύννεφα από τις πολλές διεθνείς εστίες κρίσης, ενισχύοντας τις ανησυχίες να καθηλωθεί η οικονομία σε χαμηλές πτήσεις, την ώρα που αυτή έχει ανάγκη όσο ποτέ να απογειωθεί.
Η ψυχρολουσία έρχεται από τρεις συγκεκριμένα δείκτες, τις εξαγωγές, τον πληθωρισμό και τη βιομηχανική παραγωγή.
Το "φάντασμα" του αποπληθωρισμού, από το οποίο φαινόταν να "ξεφεύγει" η ελληνική οικονομία το 2016, είναι και πάλι εδώ. Και μάλιστα δυναμικά, αφού τον Ιούλιο ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 0%. Ταυτόχρονα, οι εξαγωγές μαζί με τον τουρισμό διαψεύδουν την πρόβλεψη ότι θα κάνουν και φέτος την έκπληξη, στηρίζοντας το άρμα της ανάπτυξης, καθώς τον Ιούνιο έκλεισαν με πτώση 9%, έχοντας προφανώς πληγεί από την επιβράδυνση στην Ευρωζώνη και τις διεθνείς εμπορικές διενέξεις, παράγοντες που αφήνουν το απότυπωμά τους και στην βιομηχανική παραγωγή. Το οριακά θετικό 0,3% του Ιουνίου σε ετήσια βάση, σίγουρα προβληματίζει, έναντι της περυσινής αύξησης 1,3% της βιομηχανικής παραγωγής, παρ'' ότι η χώρα βρισκόταν ακόμη σε μνημόνιο.
Το οξύμωρο είναι ότι οι καλοί οιωνοί που έχει μπροστά της η ελληνική οικονομία δεν έχουν αλλάξει στο παραμικρό. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει αποφασισμένη να "φουλάρει" τις μεταρρυθμίσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις εγκλωβισμένες σε γραφειοκρατία επενδύσεις, το ελληνικό κόστος δανεισμού βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά, η χώρα διανύει πολιτική ομαλότητα, η άρση των capital controls έχει δρομολογηθεί, όπως και η πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ που θα στείλει αναμφίβολα θετικά μηνύματα στο εξωτερικό.
Στην πράξη η Ελλάδα καλείται και πάλι να βαδίσει κόντρα στο ρεύμα, έχοντας ωστόσο διαφορετικό ρόλο απ'' ότι στο πρόσφατο παρελθόν. Ενώ την τριετία 2015-2018, παρά το τότε ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, η χώρα έχασε το momentum χάρη σε δικά της σφάλματα, τούτη τη φορά, έχει μπροστά της θετικούς οιωνούς, ωστόσο οι εστίες αβεβαιότητας πληθαίνουν.
Τα τελευταία νέα από την Γερμανία δείχνουν ότι η ανάπτυξη θα είναι αρνητική μάλλον και το γ' τρίμηνο άρα η Μέρκελ θα χρειασθεί να πάρει μέτρα, οι εξελίξεις στην Ιταλία δείχνουν ότι βαθαίνει η πολιτική κρίση, το ενδεχόμενο ενός άτακτου Brexit στις 31 Οκτωβρίου είναι πιθανό, ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας μπορεί από φθινόπωρο να κλιμακωθεί, και η Αργεντινή βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με τον κίνδυνο μιας χρεοκοπίας. Η ελληνική οικονομία θα πληγεί ακόμη και αν συμβούν τα μισά από τα παραπάνω, αν γίνουν δε όλα μαζί, θα μιλάμε για την "τέλεια καταιγίδα".
Τα τελευταία πάντως σημάδια είναι ανησυχητικά:
Οι εξαγωγές που πέρυσι έσπασαν το φράγμα των 30 δισ, δεν φαίνεται να επαναλαμβάνουν το περυσινό ρεκόρ. Τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο εξάμηνο δεν επαληθεύουν τις περυσινές αισιόδοξες προβλέψεις. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν μόνο κατά 2,2%, και έκλεισαν στα 16,8 δισ, όμως ειδικά τον μήνα Ιούνιο σημείωσαν πτώση 9%. Σημειωτέον ότι πάνω από το 60% των εξαγωγών μας διοχετεύεται στην Ευρωζώνη, άρα η επίδραση του διεθνούς περιβάλλοντος είναι προφανής. Πρόσφατη πάντως έρευνα της διαΝΕΟσις είχε δείξει ότι τα μερίδια των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές δεν βελτιώνονται, γιατί πολύ απλά οι ανταγωνιστές μας αυξάνουν τα δικά τους πολύ περισσότερο και ταχύτερα. Αυτό είναι που έχει σημασία και όχι τόσο η αύξηση των εξαγωγών ως νούμερο. Στο σημερινό κόσμο δεν αρκεί να γίνεσαι καλύτερος, πρέπει να βελτιώνεσαι περισσότερο σε σχέση με τους ανταγωνιστές σου.
Υποτονική η βιομηχανική παραγωγή. Τον Ιούνιο σημείωσε οριακή αύξηση 0,3% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουνίου 2018, έναντι αύξησης 1,3% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του 2018 με το 2017. Το λογικό θα ήταν η βιομηχανία να δείχνει ισχυρότερη δυναμική, εκτός και αν η στάση της σχετίζεται με όσα βλέπει ότι έρχονται τους επόμενους μήνες στο διεθνές περιβάλλον. Χρειάζονται σίγουρα κίνητρα εκ μέρους της κυβέρνησης, καθώς ανεξαρτήτως διεθνούς κλίματος, το μερίδιο της μεταποίησης στο ΑΕΠ είναι σήμερα κάτω του 9%, έναντι 15% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, άρα το περιθώριο ανόδου είναι τεράστιο.
Προβληματίζει ο μηδενικός πληθωρισμός τον Ιούλιο. Τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έδειξαν αρνητικό πληθωρισμό (0,3%) τον Ιούνιο και μηδενικό τον Ιούλιο σε ετήσια βάση. Είναι επίπεδα πολύ χαμηλότερα από εκείνα της Ευρωζώνης, όπου τον Ιούλιο ο πληθωρισμός ανήλθε στο 1,1% από 1,3% τον Ιούνιο, κάτω πάντως από το στόχο της ΕΚΤ για πλησίον του 2%. Η τάση αυτή προβληματίζει για την δυναμική της ελληνικής οικονομίας, την ώρα που το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό, όπως και η ανεργία (17,2% τον Μάιο), παρά τη σημαντική αποκλιμάκωσή της και η ιδιωτική κατανάλωση σε χαμηλά επίπεδα. Προβληματισμό που διατύπωσε πρόσφατα και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Στην τελευταία έκθεσή του επισημαίνει ότι «η κάμψη αυτή του πληθωρισμού δείχνει πιθανή επιβράδυνση στη δυναμική της ανάπτυξης».
Προφανώς, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να θεωρηθεί "άτρωτη" στις διεθνείς αναταράξεις. Η μοναδική της "ασπίδα" είναι να συνεχίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη με την ίδια μέχρι τώρα δυναμική, εφαρμόζοντας τις πιο δύσκολες μεταρρυθμίσεις στο πρώτο εξάμηνο της θητείας της, και ξεμπλοκάροντας εμβληματικές επενδύσεις.
Στην κυβέρνηση αισιοδοξούν ότι σημαντικές εξελίξεις που στην παρούσα φάση αγνοούνται λόγω του δυσμενούς διεθνούς περιβάλλοντος θα φανούν από φθινόπωρο, όπου τα νέα από το μέτωπο της ανάπτυξης θα είναι αισιόδοξα. Και ταυτόχρονα εύχονται να διαψευσθούν τα σενάρια που μιλούν για μια αναταραχή διαρκείας στις αγορές, η οποία θα στρέψει τους επενδυτές σε ασφαλέστερα καταφύγια, με αποτέλεσμα η προσπάθεια της κυβέρνησης να μείνει άνευ αντικρίσματος, και να επιβεβαιωθούν όσοι φωνάζουν ότι το τρένο χάθηκε στα χρόνια της "περήφανης διαπραγμάτευσης", και την τριετία 2015-2018.