Τα μειωμένα ακόμη και κατά 60% τιμολόγια των παρόχων για το Φεβρουάριο είναι τα χαμηλότερα εδώ και ένα χρόνο. Έχουμε μπροστά μας και νέες μειώσεις; Θα δούμε ρεύμα σε τιμές προ κρίσης;
Όχι, απέχουμε ακόμη αρκετά από ένα τέτοιο σενάριο. Η κρίση φαίνεται να μας αφήνει «κληρονομιά» υψηλότερες κατά 30%-40% χρεώσεις έναντι των αρχών του 2021. Βουτιά μεγάλη θα δούμε μόνο όταν μπουν μαζικά στην αγορά πολλές ΑΠΕ.
Έχουμε λοιπόν και λέμε. Το Φεβρουάριο, όπως άλλωστε συμβαίνει εδώ και έξι μήνες, οι καταναλωτές θα δουν τιμές στα 14-16 λεπτά η κιλοβατώρα. Η μείωση δηλαδή κατά 60% των χρεώσεων που ανακοίνωσαν οι πάροχοι σημαίνει καλά νέα για το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης και τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού θα απαιτηθούν χαμηλότερες επιδοτήσεις για να επιτευχθεί η κυβερνητική δέσμευση, ωστόσο δεν αλλάζει κάτι για τους καταναλωτές. Απλώς, μικραίνει το ποσό των επιδοτήσεων για να καλυφθεί η διαφορά μεταξύ των τελικών τιμών λιανικής και των χρεώσεων που ανακοίνωσαν οι πάροχοι.
Και πόσο είναι αυτές; Μεταξύ 18,8 και 24,8 λεπτά όταν το Γενάρη έφταναν έως και τα 48,9 λεπτά. Και ακριβώς επειδή το υπ. Ενέργειας, για να πετύχει την τελική τιμή- στόχο, παίρνει ως «οδηγό» το μεγαλύτερο πάροχο (19,9 λεπτά/ KWh, η χρέωση της ΔΕΗ), η επιδότηση που θα ανακοινώσει αύριο ή την Πέμπτη, δεν θα είναι πάνω από 5 με 6 λεπτά έναντι 34 λεπτών για τον Ιανουάριο.
Τα νέα είναι πολύ καλά για τον κρατικό προϋπολογισμό που εδώ και μήνες δεν συμμετέχει στις επιδοτήσεις, για τον πληθωρισμό του Φεβρουαρίου και συνολικά για την οικονομία, όπως δήλωσε προ ημερών και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης.
Το ερώτημα όμως δεν είναι μόνο αν οι τιμές στο ρεύμα θα παραμείνουν για ένα, δύο ή περισσότερους μήνες στα 16 λεπτά η κιλοβατώρα, όπως ισχύει σταθερά από τον περασμένο Αύγουστο, όταν και μπήκε σε ισχύ το νέο σύστημα τιμολόγησης. Αλλά γιατί οι τιμές χονδρικής στην Ελλάδα, που σταθερά βρίσκονται πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, δεν μειώνονται περαιτέρω, όταν συνηγορούν σε αυτό τα στοιχεία κόστους.
Αν και σήμερα έχουμε την 10η χαμηλότερη τιμή στην Ευρώπη (188 ευρώ/ MWh), το Δεκέμβριο είχαμε την 6η υψηλότερη (276,9 ευρώ), ενώ σε επίπεδο έτους κινούμαστε σταθερά μέσα στην πρώτη πεντάδα, ενίοτε και στην τριάδα, πίσω από Ελβετία και Ιταλία.
Μια ερμηνεία για τη μεγάλη ψαλίδα τιμών που παρατηρείται συχνά στην Ελλάδα σε σχέση με βασικές αγορές και αποτελεί σύνηθες πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, είναι ο διαφορετικός τρόπος που τιμολογούν οι εγχώριοι παραγωγοί το φυσικό αέριο έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης.
Εξαιτίας της απουσίας spot αγοράς, οι ηλεκτροπαραγωγοί αγοράζουν το αέριο του επόμενου μήνα με τις τιμές του προηγούμενου. Συνεπώς η τελική τιμή της σημερινής παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας ενσωματώνει το κόστος του καυσίμου τον μήνα Δεκέμβριο, και όχι την τρέχουσα spot τιμή που έχει υποχωρήσει στα επίπεδα των 65-70 ευρώ / MWh και βρίσκεται εκεί όπου ήταν στις αρχές του 2022, πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Δεν κάνει κάθε μέρα θαύματα ο Αίολος
Εάν ήταν μόνο αυτός ο παράγοντας που κάνει τη διαφορά, η σύγκληση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα ήταν ζήτημα χρόνου. Η βασική αιτία των αποκλίσεων είναι δομική, βρίσκεται στο ενεργειακό μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής το οποίο στηρίζεται στο φυσικό αέριο σε ποσοστό πάνω από 40% και όχι στις ΑΠΕ ή στα πυρηνικά, όπως σε Γαλλία, Γερμανία και Β.Ευρώπη.
Το είδαμε να συμβαίνει ξανά την περασμένη Πέμπτη. Όταν η τιμή χονδρικής έπεσε μέσα σε μια μέρα στο μισό, «βουτώντας» στα 58 ευρώ / MWh, από 127 ευρώ την προηγούμενη, επειδή έκανε το θαύμα του ο Αίολος. Την ημέρα εκείνη τα αιολικά έφτασαν να καλύψουν το 54,6% της ζήτησης σε ρεύμα, οι εισαγωγές το 16%, τα υδροηλεκτρικά το 12% και το φυσικό αέριο μόλις το 6,7%.
Χρειάζεται να φυσάει πολύ, να πέφτει δραματικά η κατανάλωση φυσικού αερίου και να κάνουμε φθηνές εισαγωγές, για να βλέπουμε μεγάλη μείωση. Δεν συμβαίνει όμως να φυσάει τόσο πολύ κάθε ημέρα, ούτε και διαθέτουμε ακόμη ως χώρα συστήματα αποθήκευσης. Τα πολλά αιολικά και φωτοβολταϊκά έχουν νόημα μόνο όταν μια αγορά έχει εγκαταστήσει, όπως πολλές ευρωπαϊκές, συστήματα μπαταριών και αντλησιοταμίευσης, ικανά να αποθηκεύουν τη φθηνή παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές, ενέργεια, προκειμένου να χρησιμοποιείται ανά πάσα στιγμή για να ρίχνει τις τιμές. Είναι η τεχνολογία που δίνει λύσεις στην ευμετάβλητη παραγωγή από ΑΠΕ, συσσωρεύοντας την ενέργεια που δεν καταναλώνεται και διοχετεύοντάς τη στο σύστημα όταν δεν έχει ήλιο ή δεν φυσάει.
Η τιμολογιακή εικόνα των τελευταίων ημερών στην ελληνική αγορά ενέργειας δείχνει ακριβώς τη σημασία των φιλόδοξων στόχων για ΑΠΕ και αποθήκευση που θέτει το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) με ορίζοντα το 2030. Η αγορά βρίσκεται εδώ και καιρό σε θέση μάχης, έχοντας υποβάλλει αιτήματα για έργα αποθήκευσης, πολλαπλάσιας ισχύος της απαιτούμενης. Έως και τις αρχές Ιανουαρίου, η ΡΑΕ είχε εγκρίνει προτάσεις για έργα συνολικής ισχύος 19 GW, όταν ο στόχος του νέου ΕΣΕΚ που παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα, μιλάει για 5,6 GW από μπαταρίες και 2,5 GW από έργα αντλησιοταμίευσης.
Εκτός της πληθωρικότητας των αιτημάτων, που στους παλαιότερους θυμίζουν τον πυρετό του 2012-2013 με τα φωτοβολταϊκά, το θέμα είναι πως ούτως ή άλλως οι στόχοι είναι από μόνοι τους φιλόδοξοι. Προϋποθέτουν να αυξηθούν σημαντικά οι επενδύσεις στα δίκτυα και η κυβέρνηση να σταθεί απέναντι σε όσους ενοχλούνται από τη θέα της ανεμογεννήτριας στο απέναντι βουνό, καθώς και να εξηγήσει στην κοινωνία το κόστος της πράσινης μετάβασης.
Αν δεν γίνουν όλα αυτά, τότε ακόμη και αν μια μέρα αποκτήσουμε spot αγορά και η τιμολόγηση του φυσικού αερίου αρχίσει να γίνεται σε ημερήσια βάση, οι τιμές χονδρικής στο ρεύμα δεν πρόκειται ποτέ να φτάσουν σε επίπεδα 14 και 30 ευρώ/ MWh, όπως αυτά που είδαν την τελευταία εβδομάδα του Δεκεμβρίου οι Γερμανοί και οι Γάλλοι. Για να συμβεί αυτό στην Ελλάδα, με το υφιστάμενο ενεργειακό μείγμα, θα πρέπει το φυσικό αέριο από 65-70 ευρώ σήμερα, να κατρακυλήσει στα 20 ευρώ. Δηλαδή όσο ήταν το Φεβρουάριο του 2021. Τέτοιες τιμές στο αέριο δεν πρόκειται να ξαναδούμε για πολλά χρόνια, τουλάχιστον αυτό λένε οι ειδικοί.