Θ. Μασούρας: Όλη η αλήθεια για το βρεφικό γάλα

Θ. Μασούρας: Όλη η αλήθεια για το βρεφικό γάλα

Σημαντικά υψηλότερες τιμές σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες διαμορφώνονται στην ελληνική αγορά για το βρεφικό γάλα, σύμφωνα με έρευνα σύγκρισης τιμών που διενήργησε η Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Ακόμη και 213% ακριβότερο σε σχέση με την χαμηλότερη τιμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης πωλείται το βρεφικό γάλα στην Ελλάδα. Και ενώ η αγορά των γαλακτοκομικών ανακάμπτει, η αγορά γάλακτος εξακολουθεί να υποφέρει. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ποια η διαφορά μεταξύ των επισημάνσεων «Use By» και «Best Before» που βρίσκονται στις ετικέτες ημερομηνιών στα τρόφιμα; Σε αυτά και σε άλλα ακόμη ερωτήματα κλήθηκε να απαντήσει ο Καθηγητής Γαλακτοκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Θεόφιλος Μασούρας.

Σύμφωνα με τον Καθηγητή, η ελλιπής και μη σωστή ενημέρωση των καταναλωτών, η μη ευκρινή επισήμανση τόσο για τα κύρια συστατικά, όσο και σε όλες τις ουσίες που προστίθενται (ετικέτα) μπορεί να συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ζήτησης και τελικά της τιμής του. Επίσης η μη προτίμηση, από τους γονιούς, προμήθειας βρεφικού γάλακτος από ηλεκτρονικά καταστήματα, περιορίζει τις επιλογές τους σε ένα μικρό αριθμό εταιρειών προμήθειας βρεφικού γάλακτος.

Συνέντευξη στην Κέλλυ Σαουάχ-Μαραγκουδάκη 

Τι ποσοστό γάλακτος που καταναλώνεται είναι εγχώριας παραγωγής και τι είναι εισαγόμενο;

Η ετήσια εγχώρια παραγόμενη ποσότητα αγελαδινού γάλακτος, που παραλαμβάνεται από τις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις και επεξεργάζεται για παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων (κυρίως παστεριωμένο γάλα, γιαούρτια, και κάποια τυριά από αγελαδινό γάλα) ανέρχεται σε 650.000 τόνους, ενώ το εισαγόμενο αγελαδινό γάλα ετησίως, σε οποιαδήποτε μορφή (νωπό, συμπυκνωμένο, κρέμα, σκόνη, πρωτεΐνες, μπασκί) είναι περίπου 600.000 τόνοι σε (ισοδύναμο νωπού γάλακτος). Στο τελευταίο δεν έχει υπολογιστεί το ισοδύναμο γάλακτος που αντιστοιχεί στους 140.000 τόνους εισαγόμενων τυριών, τα οποία σχεδόν όλα είναι από αγελαδινό γάλα.

Ενώ η ευρεία αγορά των γαλακτοκομικών προϊόντων ανακάμπτει την τελευταία διετία, η αγορά γάλακτος εξακολουθεί να υποφέρει. Ποιος ο λόγος που συμβαίνει αυτό;

Η αύξηση της τιμής του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων οφείλεται στο αυξημένο κόστος παραγωγής τόσο σε επίπεδο παραγωγού, λόγω της αύξησης πρωτίστως του κόστους ζωοτροφών, της ενέργειας, κτηνιατρικών φαρμάκων και άλλων εφοδίων, όσο και σε επίπεδο μονάδων μεταποίησης και εμπορίας, λόγω της αύξησης κόστους συλλογής και μεταποίησης.

Βρετανική έρευνα ανέφερε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πετάει περίπου 330.000 τόνους γάλακτος, το οποίο δεν έχει χαλάσει. Τα καταστήματα Morissons με δική τους πρωτοβουλία αφαίρεσαν την ημερομηνία λήξης από όλες τις συσκευασίες με στόχο να μειωθεί το ποσοστό του γάλακτος που πηγαίνει στα σκουπίδια. Σύμφωνα με τα σούπερ μάρκετ: «Η οσμή και όχι η ημερομηνία λήξης θα πρέπει να αποτελεί το βασικό κριτήριο για το εάν θα πρέπει να πεταχτεί το γάλα από το ψυγείο». Συμφωνείτε με αυτή την άποψη; 

Σχετικά με τη Βρετανική ερευνά, πράγματι υπάρχει ένα σοβαρό παγκόσμιο πρόβλημα απώλειας /σπατάλης τροφίμων που είναι υψηλότερη στις ανεπτυγμένες χώρες σε σχέση με τις αναπτυσσόμενες.

Σύμφωνα με μελέτες, το ποσοστό της τροφής που χάνεται ή πετιέται ετησίως αγγίζει το 30% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων, ποσοστό που ανέρχεται σε περίπου 1,3 δισεκατομμύρια τόνους τροφής. Υπολογίζεται ότι η κατά κεφαλήν σπατάλη τροφίμων από τους καταναλωτές στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική αγγίζει τα 95-115 κιλά ανά έτος (και συμβαίνει κυρίως σε επίπεδο λιανικού εμπορίου και καταναλωτών), ενώ η αντίστοιχη στην υποσαχάρια Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ασία ανέρχεται μόλις στα 6-11 κιλά ανά έτος.

Εκφράζεται μεγάλη ανησυχία, για το γεγονός ότι, καθημερινά, σημαντικές ποσότητες τροφίμων, μολονότι βρίσκονται σε καλή κατάσταση προς κατανάλωση, απορρίπτονται ως απόβλητα, καθότι «η σπατάλη τροφίμων εγείρει περιβαλλοντικά και ηθικά προβλήματα και δημιουργεί οικονομικό και κοινωνικό κόστος»

Τα τελευταία χρόνια όλο και αυξάνονται οι βιομηχανίες και λιανοπωλητές που αλλάζουν τις ημερομηνίες λήξης «χρήση έως» (use by) με ημερομηνίες «καλύτερα πριν από» (Best Before). Οι διαφορές (ακόμα) δεν είναι κατανοητές από τους καταναλωτές, προκαλούν σύγχυση και οδηγούν σε σπατάλη τροφίμων όμως επιβεβαίωσε μελέτη σε 1200 καταναλωτές από το Center for Food Demand Analysis and Sustainability του Πανεπιστημίου Purdue. Τι έχει συμβεί με τη διαφοροποίηση του γάλακτος, σχετικά με τις ημερομηνίες λήξης; 

Σχετικά με τη Βρετανική ερευνά, πράγματι υπάρχει ένα σοβαρό παγκόσμιο πρόβλημα απώλειας /σπατάλης τροφίμων που είναι  υψηλότερη στις ανεπτυγμένες χώρες σε σχέση με τις αναπτυσσόμενες. Σύμφωνα με μελέτες, το ποσοστό της τροφής που χάνεται ή πετιέται ετησίως αγγίζει το 30% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων, ποσοστό που ανέρχεται σε περίπου 1,3 δισεκατομμύρια τόνους τροφής.

Υπολογίζεται ότι η κατά κεφαλήν σπατάλη τροφίμων από τους καταναλωτές στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική αγγίζει τα 95-115 κιλά ανά έτος (και συμβαίνει κυρίως σε επίπεδο λιανικού εμπορίου και καταναλωτών), ενώ η αντίστοιχη στην υποσαχάρια Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ασία ανέρχεται μόλις στα 6-11 κιλά ανά έτος. Εκφράζεται μεγάλη ανησυχία, για το γεγονός ότι, καθημερινά, σημαντικές ποσότητες τροφίμων, μολονότι βρίσκονται σε καλή κατάσταση προς κατανάλωση, απορρίπτονται ως απόβλητα, καθότι «η σπατάλη τροφίμων εγείρει περιβαλλοντικά και ηθικά προβλήματα και δημιουργεί οικονομικό και κοινωνικό κόστος».

Το φαινόμενο αυτό λαμβάνει χώρα σε όλο το εύρος της αλυσίδας τροφίμων, «από το αγρόκτημα στο πιρούνι» και κυρίως σε επίπεδο παραγωγής, επεξεργασίας και αποθήκευσης των τροφίμων. Μερικοί από τους λόγους απώλειας τροφίμων εντοπίζονται:

1. Στον τομέα της γεωργίας, που οφείλονται κυρίως στη συγκομιδή και στην αποθήκευση των προϊόντων

2. Στη βιομηχανία, εξ αιτίας μη ορθού προγραμματισμού της παραγωγής όπως:

  • έλλειψη συντονισμού κατά τη διάρκεια αλυσίδας εφοδιασμού,
  • ανεπαρκή συσκευασία,

3. Στις μη επιθυμητές συνθήκες αποθήκευσης 

4. Στην έλλειψη προγραμματισμού γευμάτων και αγορών από τον καταναλωτή

Όσον αφορά την πρακτική κάποιων βιομηχανιών και λιανοπωλητων να αλλάζουν τις ημερομηνίες λήξης «χρήση έως» (use by) με ημερομηνίες «καλύτερα πριν από» (Best Before), επειδή αυτές οι επισημάνσεις δεν είναι κατανοητές από τους καταναλωτές μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση. Αυτή η αλλαγή σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να είναι οριζόντια σε όλα τα τρόφιμα. Στην περίπτωση δε του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων που είναι ευαλλοίωτα προϊόντα, οι παραπάνω επισημάνσεις είναι δύσκολο να καθιερωθούν.  Δεν συμφωνούμε με την άποψη ότι κριτήριο απόρριψης του γάλακτος να είναι η οσμή και όχι η ημερομηνία λήξης.

Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, το βρεφικό γάλα στη χώρα μας πωλείται 30% έως 213% ακριβότερα από ότι στην ΕΕ. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Τα βρεφικά γάλατα και όλα τα παρασκευάσματα για βρέφη είναι τρόφιμα που προορίζονται για την ειδική διατροφή βρεφών, της πιο ευαίσθητης πληθυσμιακής ομάδας, κατά τους πρώτους μήνες της ζωής τους. Είναι σχεδιασμένα για να παρέχουν όλα τα θρεπτικά συστατικά που είναι απαραίτητα στο παιδί καθ' όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής του και η σύνθεσή τους πλησιάζει το μητρικό γάλα. Η σύνθεση έχει σχεδιαστεί για να προσαρμόζεται στις διατροφικές ανάγκες του παιδιού ανάλογα με την ηλικία του.

Όλα αυτά τα προϊόντα κατασκευάζονται σύμφωνα με αυστηρή νομοθεσία, που ορίζει επακριβώς τις υποχρεώσεις και τις απαγορεύσεις που συνδέονται με την παρασκευή βρεφικών παρασκευασμάτων, ώστε να διασφαλίζεται η βέλτιστη διατροφική και υγιεινή τους ποιότητα.

Υπάρχουν στην αγορά πολλές μάρκες βρεφικού γάλακτος, ανάλογα με την ηλικία, και πολλές παραλλαγές, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις δυσανεξίας ή αλλεργίας ή άλλων παθολογιών, αλλά όλα έχουν παρόμοιες συνθέσεις. Είναι προφανές, ότι όλα τα βρεφικά γάλατα που διατίθενται στην αγορά, σύμφωνα με τη νομοθεσία είναι ασφαλή ανεξάρτητα εταιρείας παραγωγής.

Οι επαγγελματίες υγείας (παιδίατροι, διατροφικοί σύμβουλοι) διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο, καθώς καθοδηγούν τους γονείς προς το γάλα που ταιριάζει καλύτερα στο παιδί τους με βάση κριτήρια που σχετίζονται με τη σύνθεση του γάλακτος και την ανάγκη του παιδιού

Στη χώρα μας, παρότι το βρεφικό γάλα και όλα τα παρασκευάσματα για βρέφη είναι τρόφιμα που προορίζονται για την διατροφή της πιο ευαίσθητης πληθυσμιακής ομάδας (των βρεφών 0-12 μηνών και μικρών παιδιών 1 έως 3 ετών), η διακίνηση και εμπορία του αντιμετωπίζεται ως ένα καταναλωτικό αγαθό, που εξ αίτιας και των χρόνιων στρεβλώσεων στην αγορά, δεν ακολουθεί τους κανόνες του ανταγωνισμού.

Βέβαια και άλλοι παράγοντες, όπως η ελλιπής και μη σωστή ενημέρωση των καταναλωτών (γονιών), η μη ευκρινή επισήμανση τόσο για τα κύρια συστατικά, όσο και σε όλες τις ουσίες που προστίθενται (ετικέτα) μπορεί να συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ζήτησης και τελικά της τιμής του. Επίσης η μη προτίμηση, από τους γονιούς, προμήθειας βρεφικού γάλακτος από ηλεκτρονικά καταστήματα, περιορίζει τις επιλογές τους σε ένα μικρό αριθμό (4-5) εταιρειών προμήθειας βρεφικού γάλακτος.

Κρίνεται αναγκαία η σωστή ενημέρωση προς τους καταναλωτές (γονιούς), από την πολιτεία, μέσω επαγγελματικών υγείας (παιδιάτρους, φαρμακοποιούς, διατροφικούς συμβούλους), ώστε οι γονείς να επιλέγουν τα βρεφικά παρασκευάσματα, που ταιριάζει καλύτερα στο παιδί τους με κριτήρια που σχετίζονται με τη σύνθεση του γάλακτος και τις διατροφικές ανάγκες του παιδιού.

Ποια είναι τα οφέλη του μητρικού και του βρεφικού γάλακτος και μέχρι ποια ηλικία κρίνετε ότι το παιδικό γάλα ωφελεί τα παιδιά; 

  • Μητρικό γάλα: Το μητρικό γάλα αντιπροσωπεύει την πιο κατάλληλη και φυσική τροφή για τα μωρά. Δεν είναι απλώς μια τροφή. Παίζει και σημαντικό προστατευτικό ρόλο, μειώνοντας τον κίνδυνο λοιμόξεων των βρεφών. Η σύνθεσή του εξελίσσεται κατά τη διάρκεια των ημερών και των μηνών για να καλύψει καλύτερα τις διατροφικές ανάγκες του παιδιού. Λόγω των ιδανικών ιδιοτήτων του μητρικού γάλακτος, συνιστάται ο αποκλειστικός θηλασμός για τουλάχιστον τους πρώτους έξι μήνες της ζωής Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO, 2012). Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί παράγοντες, όπως η ανεπαρκής παραγωγή γάλακτος, οι ασθένειες, η φαρμακευτική αγωγή ή ακόμα και κοινωνικοί λόγοι όπως η επιστροφή στην εργασία, που δεν επιτρέπουν τον αποκλειστικό θηλασμό. Έτσι το βρεφικό γάλα αποτελεί σήμερα μια κατάλληλη εναλλακτική λύση για την υγεία των νεογέννητων και παιδιών έως και 3 ετών.
  • Βρεφικό γάλα: Το βρεφικό γάλα είναι υποκατάστατο του μητρικού γάλακτος, μιμούμενο τη θρεπτική του σύνθεση και παράγεται βιομηχανικά. Βασίζεται σε άλλες πηγές γάλακτος, όπως το γάλα αγελάδας, το αίγειο ή φυτικών υποκατάστατων όπως σόγιας ή ρύζι. Για τα πρόωρα βρέφη, υπάρχει είναι ειδικά σχεδιασμένα παρασκευάσματα με βάση το αγελαδινό γάλα με υψηλότερη περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά από το τυπικό βρεφικό γάλα. Το πρώτο υποκατάστατο μητρικού γάλακτος δημιουργήθηκε το 1865. Τα διάφορα βρεφικά γάλατα είναι ειδικά σχεδιασμένα για να παρέχουν όλα τα θρεπτικά συστατικά που είναι απαραίτητα στο παιδί καθ' όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής του και η σύνθεσή τους πλησιάζει το μητρικό γάλα. Τα περισσότερα υποκατάστατα μητρικού γάλακτος σήμερα βασίζονται στο αγελαδινό γάλα.

Tι περιέχει το βρεφικό γάλα; 

Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα παρασκευάσματα για βρέφη περιέχουν:

  • αγελαδινό γάλα,
  • ορό γάλακτος και καζεΐνη ως πηγή πρωτεΐνης, 
  • μείγμα φυτικών ελαίων ως πηγή λίπους, 
  • λακτόζη ως πηγή υδατανθράκων, ή/και άλλα σάκχαρα όπως, φρουκτόζη ή μαλτοδεξτρίνη
  • ένα μείγμα βιταμινών και μετάλλων
  • και άλλα συστατικά με ειδικό διατροφικό προορισμό, όπως ένζυμα, αμινοξέα, προ ή πρεβιοτικά κ.α. Τα βρεφικά γάλατα μελετώνται περισσότερο στις μέρες μας και έχουν σημειώσει μεγάλη πρόοδο ώστε να προσεγγίσουν στη σύσταση του μητρικού γάλακτος.

Οι επαγγελματίες υγείας (παιδίατροι, διατροφικοί σύμβουλοι) διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο, καθώς καθοδηγούν τους γονείς προς το γάλα που ταιριάζει καλύτερα στο παιδί τους με βάση κριτήρια που σχετίζονται με τη σύνθεση του γάλακτος και την ανάγκη του παιδιού. Υπάρχουν στην αγορά πολλές μάρκες βρεφικού γάλακτος, αλλά όλα έχουν παρόμοιες συνθέσεις. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με την ηλικία, και πολλές παραλλαγές, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις δυσανεξίας ή αλλεργίας. Όλα αυτά τα προϊόντα παρασκευάζονται σύμφωνα με αυστηρή νομοθεσία, ώστε να διασφαλίζεται η βέλτιστη διατροφική και υγιεινή τους ποιότητα.

Μιλήστε μας για την παρασκευή βρεφικού γάλακτος

H πλήρης αντιγραφή του μητρικού γάλακτος είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Ακόμη και αν ένα τροποποιημένο γάλα έχει την ίδια χημική σύσταση με το μητρικό, δε θα διαθέτει την ίδια βιοδιαθεσιμότητα, δηλαδή τη σχέση του προσφερόμενου προς το απορροφούμενο ποσό ενός θρεπτικού συστατικού.

Είναι προφανές ότι όλες οι κατηγορίες βρεφικού γάλακτος δεν παρασκευάζονται στην Ελλάδα. Παρασκευάζονται από εταιρείες στο εξωτερικό, εισάγονται στη χώρα και διακινούνται μέσω των φαρμακείων και των καταστημάτων λιανικής πώλησης τροφίμων (αλυσίδες super market ή μεμονωμένα καταστήματα), μετά από υπουργική απόφαση (2011). Η βιομηχανική παραγωγή του τροποποιημένου γάλακτος καθορίζεται σήμερα από μια πληθώρα οδηγιών και κανονισμών που προέρχονται από διεθνείς οργανισμούς (Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, Ευρωπαϊκή Ένωση).

Σκοπός των οδηγιών αυτών είναι ο καθορισμός της ποσότητας και του είδους των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών, καθώς και των θερμίδων που προέρχονται από αυτά, ώστε η σύσταση ενός τέτοιου γάλακτος να πλησιάζει τη θρεπτική και θερμιδική αξία του μητρικού γάλακτος. Σήμερα τα γάλατα αυτά έχουν εξελιχθεί πάρα πολύ, συγκριτικά με τα παλαιότερα βρεφικά γάλατα, ώστε πλέον να μην προκαλούν κανένα απολύτως πρόβλημα στο βρέφος που χρειάζεται να τραφεί αποκλειστικά με τεχνητή γαλουχία.

Μερικές από τις πιο σημαντικές τροποποιήσεις είναι η προσθήκη υδατανθράκων κυρίως λακτόζης, η οποία είναι μεγαλύτερη στο μητρικό γάλα σε σχέση με το αγελαδινό, αλλά και η ελάττωση της ποσότητας της πρωτεΐνης, ώστε να πλησιάζει εκείνη του μητρικού γάλακτος. Αυτό γίνεται γιατί το αγελαδινό γάλα περιέχει τριπλάσια ποσότητα πρωτεΐνης σε σύγκριση με το μητρικό. Άλλη τροποποίηση αποτελεί και η προσθήκη βιταμινών, μετάλλων και ιχνοστοιχείων κυρίως για τα βρέφη, που δεν τρέφονται με μητρικό γάλα. Επίσης τα βρεφικά γάλατα μπορεί να περιέχουν υδρολυμένη πρωτεΐνη ή να εμπλουτίζονται με αμινοξέα, ένζυμα, λιπαρά οξέα, πρεβιοτικά, ή και καλλιέργειες προβιοτικών μικροοργανισμών.

* Ο Θεόφιλος Μασούρας είναι Καθηγητής Γαλακτοκομίας του Τμήματος Επιστήμης Τροφίμων και Ανθρώπινης Διατροφής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών