Ο Σεπτέμβριος είναι ο μήνας που ουσιαστικά ξεκινά η υλοποίηση των πρώτων έργων του Ταμείου Ανάκαμψης, με το σχέδιο Ελλάδα 2.0 να στοχεύει στη δημιουργία 200.000 μόνιμων θέσεων εργασίας και σε οικονομική παραγωγή που το 2026 θα αντιστοιχεί σε 7 μόνιμες ποσοστιαίες μονάδες ΑΕΠ. Ο πλούτος που θα παραχθεί τα επόμενα χρόνια στη χώρα μας έχει τη δυναμική να οδηγήσει σε έμμεση διαγραφή σημαντικού μέρος των χρεών του ιδιωτικού τομέα. Υπάρχει, ωστόσο, ο κίνδυνος τα ευρωπαϊκά κονδύλια να… πέσουν σε βαρέλι με τρύπιο πάτο.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Είναι προφανές ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι δεν θα κατευθυνθούν απευθείας στην κάλυψη των χρεών της αγοράς. Θα δώσουν όμως την ευκαιρία σε μία γονατισμένη για πάνω από δέκα χρόνια οικονομία να σταθεί στα πόδια της και να δημιουργήσει πλούτο. Το σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος κάνει λόγο για αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά περίπου 50 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2026, υπό την προϋπόθεση ότι θα υλοποιηθούν τα επενδυτικά έργα που προβλέπει το «Ελλάδα 2.0» αλλά και θα εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις που επίσης περιλαμβάνονται στο Σχέδιο.
Τα περίπου 32 δισ. ευρώ των επιδοτήσεων και των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και τα συνολικά 70 δισ. ευρώ που αναμένεται να εισρεύσουν στην πραγματική οικονομία την επόμενη πενταετία μέσω των ιδιωτικών κεφαλαίων που θα ενεργοποιηθούν, έχουν τη δυναμική να αλλάξουν το προφίλ της ελληνικής αγοράς και να βγάλουν από το τέλμα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Ο ιδιωτικός τομέας χρωστάει σήμερα περίπου 98 δισ. ευρώ σε κόκκινα δάνεια, τα οποία μπορεί να είναι μοιρασμένα μεταξύ τραπεζικών ισολογισμών και εταιρειών διαχείρισης, όμως παραμένουν χρέη σε ισχύ που επιβαρύνουν την οικονομία. Επιπλέον, τα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς την εφορία ξεπερνούν τα 108 δισ. ευρώ και τα χρέη προς ασφαλιστικά ταμεία υπολογίζονται άνω των 37 δισ. ευρώ. Συνολικά, πάνω από 240 δισ. ευρώ «πνίγουν» την πραγματική οικονομία και κάνουν τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης να φαίνονται αμελητέοι.
Ακόμα και αν επιβεβαιωθεί το σενάριο της ΤτΕ, το ΑΕΠ θα φτάσει στα 220 δισ. που σημαίνει ότι θα συνεχίσει να υπολείπεται του ιδιωτικού χρέους.
Μία πικρή αλήθεια με την οποία η ελληνική οικονομία πρέπει να μάθει να ζει, είναι ότι μεγάλο μέρος των χρημάτων αυτών δεν θα πληρωθεί ποτέ. Και μόνο το γεγονός ότι η εφορία θεωρεί περίπου τα 24 δισ. ευρώ των οφειλών ως «ανεπίδεκτα είσπραξης», υποδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος. Αν συνυπολογίσουμε και τα χρέη προς τα ταμεία που δεν θα πληρωθούν όπως και τα κόκκινα δάνεια που πολύ δύσκολα θα ανακτηθούν, τότε έχουμε μία «μαύρη τρύπα» στα θεμέλια της οικονομίας που ενδεχομένως ξεπερνά τα 50 δισ. ευρώ.
Το «ανεπίδεκτο είσπραξης» ποσό αντιστοιχεί, δυστυχώς, στο συνολικό κέρδος που προβλέπεται ότι θα έχει το ελληνικό ΑΕΠ σε βάθος πενταετίας και έως το τέλος του 2026, στην περίπτωση βέβαια που θα γίνουν όλα… στην εντέλεια, όσον αφορά το Ελλάδα 2.0. Υπάρχει λοιπόν ο κίνδυνος όλο το όφελος που θα έχει η ελληνική οικονομία από το μεγαλύτερο σχέδιο ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών να πέσει σε βαρέλι με τρύπιο πάτο και απλώς να κλείσει τη μεγάλη τρύπα του ιδιωτικού χρέους και όχι να μειώσει το βάρος για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Δυστυχώς, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν καλή προϊστορία σε ό,τι αφορά την πιστή υλοποίηση φιλόδοξων σχεδίων. Ακόμη και λιγότερο σύνθετα σχέδια είτε έμειναν στα χαρτιά είτε κόλλησαν στην υλοποίηση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν υπάρχουν δικαιολογίες, ούτε περιθώρια λαθών. Έχουμε να κάνουμε με μία ιστορικά μοναδική ευκαιρία που αν πάει χαμένη θα βαρύνει τις επόμενες γενιές καθώς πολύ δύσκολα θα εμφανιστεί ανάλογη στις επόμενες δεκαετίες.
Δεν υπάρχουν, επίσης, δικαιολογίες διότι όλα αυτή τη στιγμή λειτουργούν προς όφελός μας. Το ελληνικό δημόσιο δανείζεται με αρνητικά πραγματικά επιτόκια, μία συνθήκη που πιθανότατα θα ισχύει για χρόνια γιατί το επιτόκιο δανεισμού το πολύ να πάει στο 1%-1,5% τα επόμενα χρόνια, χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, ενώ τα ελληνικά ομόλογα συμμετέχουν στο QE της ΕΚΤ και θα συνεχίσουν να είναι επιλέξιμα σε βάθος χρόνου. Αν συνυπολογίσουμε και τα δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης, τα κεφάλαια που θα διοχετευθούν στην ελληνική οικονομία μπορούν μόνο να παρομοιαστούν όχι με ένα αλλά με... δύο «Σχέδια Μάρσαλ».
Όλες οι προϋποθέσεις, λοιπόν, ισχύουν και το μοναδικό ερωτηματικό είναι η υλοποίηση. Θα δείξει η παρούσα κυβέρνηση τα απαιτούμενα αντανακλαστικά και την τόλμη που χρειάζεται ώστε να μη μείνουν στα χαρτιά μεγάλα επενδυτικά project και χρήσιμες μεταρρυθμίσεις; Θα υπάρξει συνέχεια στην περίπτωση που αλλάξει κυβέρνηση;