Του Βασίλη Γεώργα
Οι δανειστές επιστρέφουν απόψε το βράδυ στην Αθήνα για να ξεκινήσουν εκ νέου την Τρίτη οι διαπραγματεύσεις της δεύτερης αξιολόγησης, αλλά στις βαλίτσες τους δεν υπάρχει καμία αίσθηση του επείγοντος.
Όλοι αντιλαμβάνονται πως οι εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης για οριστική συμφωνία ως τον Μάρτιο δεν ευσταθούν και το ανεπίσημο χρονοδιάγραμμα που έχει τεθεί εκτείνεται μέχρι τον Μάιο-Ιούνιο, λίγο πριν δηλαδή ο ESM χρειαστεί να εκταμιεύσει νέες δόσεις ώστε να αποπληρωθούν τα χρέη του καλοκαιριού. Η πληθώρα των ανοικτών τεχνικών θεμάτων, ο υψηλός βαθμός πολιτικής δυσκολίας μιας συμφωνίας που θα εμπεριέχει περικοπές στις συντάξεις και πρόσθετη φορολόγηση καθώς και η παράλληλη διαπραγμάτευση για ξεχωριστό μνημόνιο (MEFP) με το ΔΝΤ, συνιστούν παράγοντες που δεν ευνοούν την ταχεία ολοκλήρωση των συζητήσεων.
Από τη στιγμή που χάθηκε το ορόσημο του Δεκεμβρίου και η διαπραγμάτευση έμπλεξε στα γρανάζια των ευρωπαϊκών εκλογών και της αλλαγής συσχετισμών που επέφερε η προεδρία Τραμπ, προτεραιότητα για όλες τις πλευρές ήταν να διασφαλίσουν τα δανεικά τους, και να βάλουν την ελληνική υπόθεση σε «καραντίνα» λίγων μηνών ώστε να συζητήσουν σε νέα βάση το ελληνικό πρόγραμμα αφού έχει διαμορφωθεί το νέο πολιτικό τοπίο στην Ευρώπη τον χειμώνα του 2017 και έχουν αποσαφηνιστεί οι μελλοντικές σχέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με την Ευρώπη.
Στην πράξη αυτό σημαίνει πως είναι μάλλον ουτοπικό να περιμένει κανείς πως τις επόμενες εβδομάδες, στο πλαίσιο της 2ης αξιολόγησης, θα ληφθούν καθοριστικές αποφάσεις για την περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, ακόμη και αν αυτό θεωρείται αυτή τη στιγμή πως αποτελεί προϋπόθεση για την χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και για την αξιοποίηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Η συζήτηση για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που είναι το ζητούμενο για το 2018 και εντεύθεν, γίνεται πλέον στη βάση της ατζέντας που έχει εξ αρχής θέσει το Βερολίνο. Δηλαδή στην επίτευξη του στόχου της βιωσιμότητας μέσα από τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να δημιουργεί υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα τουλάχιστον 5 έως 7 χρόνια, ώστε με αυτά τα χρήματα (6,5 δισ. ευρώ ετησίως) να είναι σε θέση να αποπληρώνει τους τόκους του χρέους.
Οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση ελάφρυνσης χρέους όπως η περαιτέρω επιμήκυνση των ετών αποπληρωμής ή η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν οι επίσημοι πιστωτές, θα εξακολουθήσουν να βρίσκονται στο τραπέζι αλλά δεν αναμένεται να συζητηθούν διεξοδικά πριν περάσουν οι γερμανικές εκλογές του ερχόμενου Φθινοπώρου ή και αργότερα, στα μέσα του 2018. Ακόμη και αν τότε ανοίξει επίσημα η συζήτηση, οι όποιες παρεμβάσεις εγκριθούν θα είναι άμεσα συνδεδεμένες με περαιτέρω μεταρρυθμίσεις και ποσοτικούς στόχους παρότι η Ελλάδα θα μπορεί θεωρητικά να βρίσκεται εκτός μνημονίου.
Η υποχρέωση της ελληνικής κυβέρνησης να προνομοθετήσει ιδιαίτερα σκληρά μέτρα όπως είναι η περικοπή των συντάξεων μέσω της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς και η μείωση του αφορολόγητου που θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση φόρων πιθανόν ήδη από το 2018, δεν είναι τίποτα άλλο από την παραδοχή ότι θα είναι οι Έλληνες φορολογούμενοι που θα πρέπει να σηκώσουν το μεγαλύτερο βάρος εξόφλησης των τόκων του ελληνικού χρέους μέσα από τα πολυετή πρωτογενή πλεονάσματα.
Η «παγίδα» στην οποία πέσαμε με το τρίτο μνημόνιο είναι ότι όλες οι παραδοχές του προγράμματος στηρίζονται στην υπεραπόδοση της οικονομίας τα επόμενα χρόνια με κάθε τρόπο. Είτε ως αποτέλεσμα της εκτίμησης για ισχυρή ανάπτυξη του ΑΕΠ με ρυθμούς άνω του 3% την οποία συμμερίζεται και η ελληνική κυβέρνηση αλλά δεν έχει εξηγήσει πως θα την επιτύχει, είτε μέσω της υπερφορολόγησης και των περικοπών που ανέκαθεν αποτελούσαν τον ευκολότερο τρόπο για να μεταφέρονται πόροι από την οικονομία στο κράτος και από εκεί στις αποπληρωμές δανείων.
Αυτή η «υπεραπόδοση» είναι και το επίδικο της τρέχουσας αξιολόγησης δεδομένου ότι θα καθορίσει το ύψος των μέτρων και των «αντίμετρων» που πρόκειται να νομοθετηθούν φέτος για να ενεργοποιηθούν από το επόμενο έτος και κυρίως από το 2019.
Το τελικό ύψος των νέων δημοσιονομικών μέτρων -που για ευνόητους λόγους έχουν βαφτιστεί «μεταρρυθμίσεις»- δεν θα το γνωρίζουμε με ακρίβεια πριν τον Απρίλιο όταν το ΔΝΤ θα έχει στη διάθεσή του τα οριστικά στοιχεία της Eurostat για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016.
Παρά το γεγονός ότι τα προσωρινά στοιχεία δείχνουν ότι για την περσινή χρονιά ο στόχος ξεπεράστηκε με μεγάλη άνεση και το πρωτογενές πλεόνασμα υπερέβη το 2,5% αντί για 0,5%, εντούτοις η Ελλάδα αναμένεται ότι θα υποχρεωθεί να λάβει πρόσθετα μέτρα μόνιμης απόδοσης ίσα με τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ (3,6 δισ. ευρώ). Τα μέτρα αυτά θα αποτελέσουν ουσιαστικά τη «γέφυρα» ώστε να κλείσει το κενό μεταξύ της εκτίμησης του ΔΝΤ ότι η Ελλάδα δεν θα μπορεί να επιτύχει πλεόνασμα μεγαλύτερο από 1,5% του ΑΕΠ του 2018, και της πρόβλεψης της ευρωζώνης που θεωρεί ότι με τα υφιστάμενα μέτρα θα μπορεί να πιάσει τον στόχο του 3,5%.
Ένα πολύ πιθανό σενάριο, αν πρόκειται να δούμε τελικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να δίνει τη συναίνεσή του για την εκταμίευση δόσεων τώρα ή για την χρηματοδοτική συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα αργότερα, είναι πως η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα διασφαλιστεί αρχικά μέσω των εγγυήσεων που θα παράσχει η ίδια η Ελλάδα λαμβάνοντας μέτρα για ταχύρυθμη ανάπτυξη και υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, και σε δεύτερο χρόνο μέσα από τις εγγυήσεις που θα παράσχει η ευρωζώνη ότι θα διευθετήσει το ελληνικό χρέος κατά τρόπο ώστε οι ετήσιες δαπάνες να μην υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ τις επόμενες δεκαετίες.
(φωτογραφία: SOOC)