Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
O Πρόεδρος Τραμπ, σέρνει την παγκόσμια οικονομία σε έναν εξαιρετικά επικίνδυνο δρόμο. Επιμένει πως οι εμπορικοί πόλεμοι απέναντι στην Κίνα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα δώσουν στις ΗΠΑ, ένα σημαντικό πλεονέκτημα για τα επόμενα χρόνια. Οι επιλογές του Λευκού Οίκου, θα οδηγήσουν αναγκαστικά σε νέες και πιο αιχμηρές μειώσεις των επιτοκίων από την πλευρά της Fed.
Η παγκόσμια οικονομία πορεύεται στην κατεύθυνση ενός οικονομικού “υπερπολέμου”. Και όσο και να φαντάζει υπερβολικός αυτός ο όρος, είναι μια ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας. Ο υπερπόλεμος αυτός, διεξάγεται ταυτόχρονα μέσω τεσσάρων άλλων πολέμων. Τον εμπορικό πόλεμο, το νομισματικό πόλεμο, τον πόλεμο των επιτοκίων και των πόλεμο των κρατικών χρεών.
Και το παράξενο είναι πως οι πολιτικοί ποιούν τη νήσσα και απασχολούνται με αλλότρια. Την ίδια στιγμή που κορυφαίοι επενδυτές όπως ο θρυλικός Jim Rogers, αναφέρει πως το τέλος του 2019 και οι αρχές του 2020, θα αποδειχθούν εφιαλτικές για την παγκόσμια οικονομία, με βασική ευθύνη του Λευκού Οίκου, οι κυβερνήσεις αρνούνται να δουν την πραγματικότητα. Η αποκάλυψη του περιοδικού Spiegel, πως η γερμανική κυβέρνηση αντί να εστιάσει στην υφεσιακή πορεία της γερμανικής οικονομίας, αναμένεται να χρηματοδοτήσει ένα νέο fund με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος, καταδεικνύει ακριβώς αυτήν την πραγματικότητα.
Η απόδοση του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου βρίσκεται στο -0.7%. Το ΑΕΠ της Γερμανίας συρρικνώθηκε κατά 0,1%, έναντι των προηγουμένων αυξήσεων. H αύξηση των κυβερνητικών δαπανών και της γερμανικής κατανάλωσης, δεν κατάφεραν να αυξήσουν το ΑΕΠ, λόγω κυρίως της πτώσης των εξαγωγών και της πτωτικής τάσης του κατασκευαστικού κλάδου.
Η KfW, εκτιμά πως η Γερμανία θα βρίσκεται το καλοκαίρι του 2019 στο όριο μεταξύ στασιμότητας και ύφεσης. Η Bild, αναφέρεται σε μεγέθη της οικονομίας που προκαλούν σοκ. O Spiegel, προειδοποιεί πως οικονομία έχει αφήσει πίσω της το ένδοξο παρελθόν της. Η Handelsblatt, διατυπώνει φόβο για ύφεση και η Welt θεωρεί πως η Γερμανία τρεκλίζει χωρίς σχέδιο προς την ύφεση.
Είναι όμως η γερμανική κυβέρνηση έτοιμη να παρέμβει ή θεωρεί πως δεν υπάρχει σχετική αναγκαιότητα; Είναι έτοιμη να προχωρήσει σε επέκταση των κρατικών δαπανών ώστε η οικονομία να αντιμετωπίσει την υφεσιακή πορεία; Είναι έτοιμη να απορρίψει τα μηδενικά δημοσιονομικά ελλείμματα που αποτελούσαν για χρόνια την πεμπτουσία της γερμανικής οικονομικής και πολιτικής σκέψης;
Η επιδείνωση της κατάστασης πολλών οικονομιών και η αδυναμία τους να συνεχίσουν να κινούνται σε περιβάλλον ανάπτυξης, η αβεβαιότητα σχετικά με την έκβαση του εμπορικού και νομισματικού πολέμου, του τεχνολογικού ανταγωνισμού, η συρρίκνωση της παγκόσμιας παραγωγής και του εμπορίου, έχουν οδηγήσει τις κεντρικές τράπεζες να επιλέγουν πολιτικές νομισματικής χαλάρωσης σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις.
Οι κυβερνήσεις με τις πολιτικές τους, φλέρταραν με την ύφεση και τώρα που την έφεραν μπροστά τους, προσπαθούν να την υπερβούν με τρόπους που θα δημιουργήσουν νέες παρενέργειες. Μήπως η ύφεση που ξεπροβάλει στην Γερμανία, δεν είναι αποτέλεσμα της ολιγωρίας που έδειξαν οι Γερμανοί μπροστά στις τεχνολογικές εξελίξεις; Μήπως η επιβράδυνση της οικονομίας δεν αποτελεί δείγμα του φρένου των αναγκαίων και απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, για να μπορέσει η Γερμανία να αντιμετωπίσει την μεταφορά του ειδικού βάρους της παγκόσμιας οικονομίας προς τα ανατολικά;
Μήπως οι εκτιμήσεις πως οι ΗΠΑ θα βρεθούν σε καθεστώς οικονομικής ύφεσης μέσα στις 2020, δεν αποδεικνύουν το λανθασμένο χαρακτήρα των επιλογών του Λευκού Οίκου; Μήπως η εκ νέου επανεμφάνιση του φαινομένου της αντιστροφής της καμπύλης αποδόσεων των ομολόγων, δεν αποτελεί ένδειξη της επερχόμενης ύφεσης; Όταν συμβαίνει αντιστροφή στην καμπύλη αποδόσεων η ύφεση δεν είναι μακριά.
Αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σχεδόν όλα τα δεκαετή ομόλογα έχουν οδηγηθεί, σε αρνητικά επιτόκια, καταγράφοντας διαρκώς νέα χαμηλά. Και ενώ κάποτε οι χαμηλές αποδόσεις, αποτελούσαν τον βασικό στόχο των κεντρικών τραπεζών, τώρα τα πράγματα έχουν ξεφύγει. Δεν αποτελούν πλέον δείγμα επιτυχούς νομισματικής πολιτικής, αλλά περισσότερο ηχούν ως σειρήνες κινδύνου.
Η ποσοτική χαλάρωση, διοχετεύθηκε σε μεγάλο βαθμό, στην διατήρηση της ανοδικής πορείας των χρηματιστηρίων και όχι στην χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Και αυτό τώρα μάλλον θα το πληρώσουμε. Η ύφεση, είναι αποτέλεσμα των πολιτικών που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις και τις οποίες διατήρησαν και συνεπικούρησαν οι κεντρικές τράπεζες.