Τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για τη στήριξη των νέων οικογενειών με παιδιά, καθώς και η χθεσινή έκθεση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών σχετικά με τις απώλειες εισοδήματος από την έλλειψη κεφαλαιοποιητικού συστήματος συνταξιοδότησης, μας δίνουν την ευκαιρία να δούμε πως το Δημογραφικό και η Οικονομία, είναι θέματα άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους.
Το δημογραφικό πρόβλημα, οφείλεται στην υπογεννητικότητα. Οι νέοι είτε δεν θέλουν να κάνουν καθόλου παιδιά, είτε αποκτούν το πολύ, ένα. Οι λόγοι είναι πολλοί, ωστόσο ο πυρήνας τους έχει να κάνει με την απουσία οικονομικής ασφάλειας και προοπτικής.
Τα αδύναμα εισοδήματα, το άγχος και η ανασφάλεια για το αύριο, η απουσία ευκαιριών στην απασχόληση, η οριακή κρατική βοήθεια στο μεγάλωμα των παιδιών, καθώς και το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και υγείας, είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που λειτουργούν αποτρεπτικά απέναντι στα νέα ζευγάρια.
Και δεν είναι λίγες οι φορές που ακούμε από αυτά τα νέα ζευγάρια, ανησυχίες για το πως δεν θα καταφέρουν να προσφέρουν στα παιδιά τους κάτι καλύτερο από ένα επίπεδο ζωής, χαμηλότερο από αυτό μέσα στο οποίο οι ίδιοι είχαν μεγαλώσει. Οπότε σε μεγάλο βαθμό η υπογεννητικότητα οφείλεται στη δύσκολη οικονομική κατάσταση των περισσότερων νέων.
Ας δούμε όμως τη μεγάλη εικόνα. Το δημογραφικό πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο, απ' ό,τι φανταζόμαστε. Ένας πληθυσμός που γερνάει και μειώνεται, οδηγεί σε συρρίκνωση του μεγέθους του πραγματικού ενεργού παραγωγικού πληθυσμού. Δηλαδή σε συρρίκνωση του αριθμού των εργαζομένων και σε ταυτόχρονη συρρίκνωση του αριθμού των καταναλωτών.
Με δυο λόγια το δημογραφικό πρόβλημα συρρικνώνει το μέγεθος της παραγωγικής ικανότητας της χώρας, καθώς και το μέγεθος της αγοράς. Με αποτέλεσμα τη συνολική συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και του πλούτου, που παράγεται στη χώρα.
Και αυτό το παρατηρούμε γύρω μας καθημερινά. Παντού διαβάζουμε ότι οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν προσωπικό για να καλύψουν τις θέσεις απασχόλησης που ανοίγονται. Διαβάζουμε επίσης ότι η Ελλάδα είναι μια «μικρή αγορά», οπότε οι κανόνες του ανταγωνισμού με δυσκολία βρίσκουν εφαρμογή.
Και ο μειωμένος παραγόμενος πλούτος με τη σειρά του δεν επιτρέπει ούτε στους πολίτες να ευημερήσουν, αλλά ούτε και στο κράτος -που ζει από τη φορολόγηση των παραγόμενων εισοδημάτων- να τους προσφέρει ποιοτικές υπηρεσίες, που θα τους κάνουν να αισθάνονται ικανοποιημένοι με το σήμερα και ασφαλείς για το αύριο.
Διότι τα φορολογικά έσοδα που προκύπτουν είναι μειωμένα και ανισοκατανέμονται. Αφού θα πρέπει σε μεγάλο βαθμό να καλύψουν τις υποχρεώσεις του κράτους προς τους συνταξιούχους, που αυξάνονται με δυσανάλογα γρήγορο ρυθμό.
Όπως αναφέρει και η έκθεση του ΚΕΦΙΜ, η έλλειψη κεφαλαιοποιητικού συστήματος συνταξιοδότησης, αναγκάζει τους «λίγους» σημερινούς εργαζόμενους να χρηματοδοτούν τους «πολλούς» συνταξιούχους, μέσω εισφορών και φορολόγησης. Για να αντιληφθούμε ακόμα καλύτερα το μέγεθος του προβλήματος, υπολογίζεται ότι το 2050 ο κάθε εργαζόμενος μέσω των συνταξιοδοτικών εισφορών του, θα καλύπτει τις ανάγκες τριών συνταξιούχων.
Μήπως η κατάσταση μας θυμίζει λίγο, τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του;
Από τη μια πλευρά, η υπογεννητικότητα, οδηγεί σε συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και των κρατικών εσόδων. Και από την άλλη πλευρά, η αναστροφή της εκφυλιστικής πορείας του δημογραφικού και η θετική αναστροφή υπέρ των γεννήσεων, απαιτεί τη στήριξη των νέων ζευγαριών και των νέων οικογενειών με μια σειρά από μέτρα που θα πρέπει να βασίζονται σε σημαντικό βαθμό πάνω σε κρατικούς πόρους.
Η Πολιτεία καλείται να λύσει άμεσα αυτόν τον Γόρδιο Δεσμό ανάμεσα στη θνησιγενή δημογραφική προοπτική και στην οικονομική πορεία της χώρας, υιοθετώντας νέα γενναία μέτρα, πέρα και έξω από τα χρησιμοποιημένα και αποτυχημένα μοντέλα. Μέτρα με άμεσο αποτέλεσμα, προτού η πτωτική τάση ανάμεσα στις γεννήσεις και στους θανάτους, λάβει μια δυναμική που δεν θα αναστρέφεται.