H συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, που αφορούσε την ενημέρωση των μελών της Επιτροπής από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη, σχετικά με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), με τη συμμετοχή του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα και του Διευθύνοντος Συμβούλου του ΤΧΣ Ηλία Ξηρουχάκη, αποτέλεσε έναν κόλαφο για το σύνολο της αντιπολίτευσης και ειδικά για τους εκπρόσωπους του Σύριζα.
Για πολλοστή φορά αποδείχθηκε ότι οι μύθοι για τα ξεπουλήματα των τραπεζών και για τις ζημιές που κατέγραψε το ΤΧΣ μέσω της αποεπένδυσης του από τις συστημικές τράπεζες, δεν έχουν την παραμικρή επαφή με την πραγματικότητα. Γύρω από αυτήν τη μυθολογία είχαν συσπειρωθεί πέραν των κομμάτων της αντιπολίτευσης και αρκετοί αυτόκλητοι σωτήρες και φάροι της αλήθειας, που καταφέρονταν νυχθημερόν κατά του Κωστή Χατζηδάκη και του Γιάννη Στουρνάρα.
Εκτός από αυτούς υπάρχουν και οι εκπρόσωποι του Σύριζα που τολμούν να έχουν άποψη για το τραπεζικό σύστημα το οποίο επί των ημερών τους είχε διαλυθεί, παλαιοί Πασόκοι που επί θητείας τους είχε κυριαρχήσει το αμαρτωλό μοντέλο της Αγροτικής Τράπεζας, καθώς και εκπρόσωποι του κόμματος των κηραλοιφών και των επιστολών του Ιησού που φαντάζονται συνομωσίες και εχθρούς παντού και πάντα.
Και η αλήθεια είναι ότι ακόμα και ο πάντα ήρεμος και νηφάλιος Κωστής Χατζηδάκης δεν άντεξε και έκανε χρήση του καυστικού του χιούμορ. Έτσι όταν ο Νίκος Παππάς εξέφρασε ενστάσεις για τις τιμές πώλησης των μετοχών των συστημικών τραπεζών, που είχε στην κατοχή του το ΤΧΣ και για τον χρόνο επιλογής της αποεπένδυσης, ο υπουργός απάντησε ότι το ΤΧΣ είχε ακούσει τις εκτιμήσεις των συμβούλων της αποκρατικοποίησης και όχι τις προτάσεις της «Pappas Investment Bank».
Απαντώντας δε στη Θεοδώρα Τζάκρη που είχε καταγγείλει τις υψηλές τιμές των υγρών καυσίμων, ανέφερε ότι οι τιμές των καυσίμων είχαν αυξηθεί από το πρώτο μνημόνιο και διατηρήθηκαν και από τα υπόλοιπα δύο μνημόνια, σημειώνοντας ότι η Θεοδώρα Τζάκρη είχε δώσει τις θετικές της ψήφους και στα τρία μνημόνια.
Ας αφήσουμε όμως στην άκρη την πολιτική γελοιότητα των παρεμβάσεων Σύριζα και ας εστιάσουμε στην ουσία της συζήτησης.
Σύσσωμη η αντιπολίτευση υποστήριζε ότι η αποεπένδυση του ΤΧΣ από το μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών έχει επιφέρει ζημιά άνω των 40 δισ. ευρώ στο Δημόσιο. Προκύπτουν από κάπου αυτά τα 40 δισ.; Όχι.
Η ανάλυση στην οποία προχώρησε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος οδηγεί σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα, μέσω μιας συνολικής καταγραφής του κόστους της διάσωσης των τραπεζών με τα χρήματα των φορολογούμενων, καθώς και μιας καταγραφής του οφέλους για το Δημόσιο, δηλαδή για τους φορολογούμενους και πάλι. Διότι ως γνωστόν το Δημόσιο δεν έχει δικά του χρήματα, αλλά διαχειρίζεται τα χρήματα των φορολογουμένων.
Σύμφωνα με τους πίνακες της Τράπεζας της Ελλάδος, το Δημόσιο κατέβαλε 25,5 δισ. ευρώ για τις ανακεφαλαιοποιήσεις των σημαντικότερων τραπεζών από το ΤΧΣ, κατά την περίοδο 2012-2013. Συνεισέφερε μέσω του ΤΧΣ άλλα 14,4 δισ. ευρώ στα πλαίσια της εξυγίανσης των μικρότερων μη συστημικών τραπεζών, που απορροφήθηκαν από τις συστημικές τράπεζες.
Το ΤΧΣ συμμετείχε επιπλέον με άλλα 5,5 δισ. ευρώ στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και στα CoCos των συστημικών τραπεζών το 2015. Συμμετείχε και το 2021 στις νέες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου (ΑΜΚ) της Alpha Βank και της Τράπεζας Πειραιώς, με 440 εκατ. ευρώ. Συνεισέφερε 480 εκατ. ευρώ στην ΑΜΚ της Τράπεζας Αττικής. Το κόστος της αναβαλλόμενης φορολογίας (DTC) της Τράπεζας Αττικής ανέρχεται στα 239 εκατ. ευρώ. Και τέλος η απόσβεση του DTC κοστίζει στο Ελληνικό Δημόσιο 3,8 δισ. ευρώ. Δηλαδή το συνολικό κόστος για το Δημόσιο ανέρχεται στα 50,3 δισ. ευρώ.
Όσον αφορά τα οφέλη για το Δημόσιο, τα ποσά που αναφέρονται στους πίνακες της Τράπεζας της Ελλάδος, έχουν ως ακολούθως. Η συμβολή του τραπεζικού συστήματος στην αναδιάρθρωση του χρέους (PSI) ήταν της τάξης των 38,3 δισ. ευρώ. Ένα μέγεθος που καταγράφηκε ως ζημία στους ισολογισμούς των τραπεζών. Τα μερίσματα της Τράπεζας της Ελλάδος προς το Ελληνικό Δημόσιο που προέρχονται κυρίως από τα έκτακτα έσοδα του ELA ανέρχονται στα 5,5 δισ. ευρώ.
Τα έσοδα του ΤΧΣ από τα μετατρέψιμα ομόλογα CoCos ανέρχονται στα 2,7 δισ. ευρώ. Τα έσοδα του ΤΧΣ από τις μέχρι τώρα αποεπένδυση από τις συστημικές τράπεζες είναι 2,8 δισ. και η τρέχουσα αποτίμηση των υπολοίπων συμμετοχών σε Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Αττικής, βρίσκεται στα 1,7 δισ. ευρώ.
Το ΤΧΣ έχει παρουσιάσει έσοδα από τις προεγγραφές και αναδοχές των ΑΜΚ 2012-2013 και από την διάθεση των warrants ύψους 1,1 δισ. ευρώ, από τις εισπράξεις των υπό εκκαθάριση τραπεζών ύψους 878 εκατ. ευρώ, ενώ εκτιμά ότι θα ανακτήσει και άλλα 752 εκατ. από τις υπό εκκαθάριση τράπεζες. Δηλαδή το συνολικό όφελος για το Δημόσιο είναι της τάξης των 53,7 δισ. ευρώ.
Επομένως, εμφανίζεται ένα θετικό ισοζύγιο 3,4 δισ. ευρώ, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πλέον από κανέναν. Εκτός και αν ακούσουμε και πάλι από τους γνωστούς - άγνωστους, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά της. Κάτι που έχουμε να ακούσουμε από την εποχή της και πρώιμης Τσιπριάδας - Λαφαζιανάδας και Βαρουφακιάδας κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2015.
Βέβαια, εντελώς δικαιολογημένα θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κοινή γνώμη έχει μείνει με την εντύπωση ότι το «κράτος έχασε λεφτά», ότι «οι τράπεζες ξεπουλήθηκαν» και ότι οι «τράπεζες πνίγονται στα υπερκέρδη». Το ίδιο που συμβαίνει και με τα «μπαζώματα», με τα «τσιμεντώματα», με τις «συγκαλύψεις» και με τις «μονταζιέρες».
Είναι τόση ισχυρή η τοξική παραπληροφόρηση η οποία διαχέεται και η λαϊκίστικη προβολή της από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που είναι ικανή να επισκιάσει ακόμα και την πραγματικότητα, όσο φωτεινή και να είναι αυτή.
Η κυβέρνηση οφείλει να εξηγεί και να αναλύει. Να αναλύει και να εξηγεί, χωρίς να κουράζεται και χωρίς να χρονοτριβεί. Η αναζήτηση εύκολων ερμηνειών από τους πολίτες και η υιοθέτηση συνομωσιολογικών σεναρίων αποτελούν βούτυρο στο ψωμί της αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση οφείλει να επικοινωνεί τις θέσεις της και την αλήθεια, με κάθε κόστος, με κάθε στραπατσάρισμα και ποτέ αφ’ υψηλού.
H συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, σχετικά με την αποεπένδυση των τραπεζών και τα κέρδη του Δημοσίου, πρέπει να αποτελέσει πρότυπο επαφής και επικοινωνίας για την κυβέρνηση. Οι πολιτικές θέσεις της Pappas Investment Bank και της Tzakri Oil Company αποτελούν τοξικές φάρσες και ως τέτοιες πρέπει να αντιμετωπίζονται και να αποκαλύπτονται.