Από την προσεκτική ανάγνωση της πολυσέλιδης Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσιοποίησε χθες η ΕΚΤ προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Κεντρική Τράπεζα «φοβάται» πλέον περισσότερο τις φούσκες που δημιουργούνται στις αγορές εξαιτίας της τεράστιας ρευστότητας που έχει πέσει από τα προγράμματα ποσοστικής χαλάρωσης και λιγότερο την κληρονομιά των κόκκινων δανείων της κρίσης. Η ΕΚΤ για πρώτη φορά κάνει λόγο για κινδύνους από πού προέρχονται από την «υπερβολική ευφορία» των επενδυτών και αγορών. Φρασεολογία που θύμισε τις προειδοποιήσεις που είχε απευθύνει τη δεκαετία του ’90 ο πρόεδρος της Fed Αλαν Γρκίνσπαν με αφορμή την φούσκα των dot com εταιρειών.
Αντίθετα, οι κίνδυνοι για τις τράπεζες, και κυρίως ο πιστωτικός, αυτός δηλαδή που συνδέεται με την ποιότητα του Ενεργητικού τους, προδήλως παραμένει υπαρκτός μεσούσης της κρίσης, όμως φαίνεται ότι έχει υποχωρήσει σε σχέση με αυτόν που υπολόγιζαν πριν από ένα έξάμηνο. Σε ολόκληρη την ευρωζώνη, αλλά και στην Ελλάδα, μερικούς μήνες αφότου έχουν λήξει οι αναστολές πληρωμών (moratoria) αντιλαμβάνονται οι η εξυπηρέτηση των δανείων είναι πιο ομαλή από αυτή που εκτιμούσαν ότι θα είναι. Ο ίδιος ο επόπτης των τραπεζών A. Enria παραδέχθηκε ότι σε ολόκληρη την ευρωζώνη τα νέα κόκκινα δάνεια δε θα φθάσουν τα 1,4 τρισ.ευρω, όσα δηλαδή υπολόγιζαν αρχικώς…
Στην Ελλάδα ο επικεφαλής της doValue της δεύτερης σε μέγεθος εταιρείας διαχείρισης κόκκινων δανείων, Τ. Πανούσης δήλωσε προχθές ότι τα νέα κόκκινα δάνεια από την πανδημία θα αγγίξούν τα 4 δισ.ευρω. Πολύ λιγότερα δηλαδή από τα 8 με 10 δισ.ευρω που εκτιμούσε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Το μείζον θέμα που συνδέεται με τη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι οι προβλέψεις που διενεργούν οι Τράπεζες, . Η ΕΚΤ στην τελευταία της Έκθεση εκτιμά ότι ενδεχομένως για κάποιες τράπεζες οι προβλέψεις που έχουν σχηματίσει μετά την πλήρη απόσυρση των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων να αποδειχθούν ανεπαρκείς. Είναι γεγονός ότι με τις προβλέψεις των τραπεζών ποτέ δεν μπορεί να είσαι βέβαιος ότι είναι επαρκείς. Χαρκακτηριστικό παράδεγμα η Τράπεζα Αττικής η οποία εν μία νυκτί εμφάνισε ζημιές 300 εκατ.ευρω εξαιτίας ανεπαρκών προβλέψεων του παρελθόντος.
Με τις συστημικές τράπεζες Εθνική, Πειραιώς, Eurobank και Αlpha Bank οι οποίες εποπτεύονται απευθείας από τον ΕSM η κατάσταση δεν είναι η ίδια. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει «εμπροσθοβαρείς προβλέψεις» γεγονός που τις φέρνει σε καλύτερη θέση σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές.
Ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας σε άρθρο του στη Γερμανική Ηandesblatt είχε προειδοποιήσει ότι παρόλο που κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 οι τράπεζες της ευρωζώνης σχημάτισαν σημαντικά αυξημένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, οι οποίες ανήλθαν σε 0,76% επί του υπολοίπου των ενήμερων δανείων σε ετησιοποιημένη βάση ποσοστό είναι πιθανόν να υπολείπεται των πραγματικών συνολικών ζημιών.
Όμως για τις ελληνικές τράπεζες ο οίκος Fitch στην τελευταία του ανάλυση (Απρίλιος 2021) με την οποία εκτιμά ότι τα κόκκινα δάνεια τους θα μειωθούν κάτω από το 30% στο τέλος του 2021 αναφέρει για τις προβλέψεις ότι : «οι τέσσερις συστημικές τράπεζες σχεδιάζουν να μειώσουν το ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση κάτω από το 10% στο τέλος του 2022.
Παρά τον εμπροσθοβαρή σχηματισμό προβλέψεων στο πρώτο εξάμηνο του 2020, αναμένουμε ότι οι προβλέψεις για επισφαλή δάνεια θα παραμείνουν υψηλές το 2021 ( από 1,5% έως 1,7% των συνολικών δανείων) λόγω των προσπαθειών των τραπεζών για επιτάχυνση της εξυγίανσης της ποιότητας του ενεργητικού τους". Εκτός από τις προβλέψεις βέβαια υπάρχει πάντα η πρόκληση της μικρής κερδοφορίας των τραπεζών τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρωζώνη.
Η ΕΚΤ όπως φαίνεται λοιπόν φοβάται κατά κύριο περισσότερο για την ευφορία των αγορών η οποία τροφοδοτείται από την άφθονη ρευστότητα που ίδια δημιουργεί. Η κεντρική Τράπεζα έχει «τυπώσει» πάνω από 1 τρισ.ευρω την περίοδο της πανδημίας το οποίο έχει ρίξει στην αγορά είτε αγοράζοντας ομόλογα είτε παρέχοντας φθηνή ρευστότητα στις τράπεζες;. Η πρακτική αυτή φαίνεται ότι έχει συμβάλλει στην επιτυχή αντιμετώπιση της κρίσης καθώς η ανεργία δεν έχει αυξηθεί και η πτώση του ΑΕΠ ήταν μάλλον συγκρατημένη. Όμως όλη αυτή η ρευστότητα αυτή μόνο ένα μικρό μέρος έχει διοχετευτεί την πραγματική οικονομία με τη μορφή δανείων. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής μοχλεύται στις αγορές με διάφορους τρόπους, διατηρώντας τι τιμές σε υψηλό επίπεδο.
Καταλυτικό σημείο για την ΕΚΤ όπως αποτυπώνεται στην Εκθεση ήταν «η αξιοσημείωτη ευφορία που επέδειξαν οι χρηματιστηριακές αγορές όταν άρχισαν στις ΗΠΑ ν΄αυξάνονται οι αποδόσεις των ομολόγων». Μία άλλη πηγή ανησυχίας που προέρχεται από τις αγορές είναι αυτή των κρυπτονομισμάτων. Η Εκθεση και για αυτή την αγορά κάνει λόγο για «ευφορία» στα κρυπτονομίσματα κάνοντας συγκρίσεις με τις μεγάλες φούσκες που έσκασαν παταγωδώς στην ιστορία: «Η εκτίναξη των τιμών του bitcoin έχει επισκιάσει προηγούμενες χρηματοπιστωτικές φούσκες, όπως τη “μανία για τις τουλίπες” και τη φούσκα των Νότιων Θαλασσών τον 17ο και τον 18ο αιώνα, προειδοποιεί χαρακτηριστικά.