Κανείς δεν πρόκειται να φέρει τα χρήματά του για να επενδύσει στην Ελλάδα όταν μια δικαστική διαμάχη μπορεί να του μπλοκάρει τα κεφάλαια για μια δεκαετία. Ουδείς επενδυτής πρόκειται να δεχθεί να απορροφήσει ο ίδιος το κόστος από την ανυπαρξία καθεστώτος εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών στο Δημόσιο. Εάν δεν βελτιωθεί η λειτουργία της Δικαιοσύνης, τα 72 δισ ευρώ που θα εισρεύσουν από την ΕΕ και γενικότερα οι επενδύσεις που αναμένονται τα επόμενα χρόνια δεν θα έχουν καλή εξέλιξη.
Στην λογική αυτή κινούνται οι προτάσεις της επιτροπής Πισσαρίδη για την βελτίωση των διαδικασιών αξιολόγησης των δικαστών και για επιτάχυνση της κωδικοποίησης και απλοποίησης της νομοθεσίας. Για καθιέρωση εξωδικαστικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών για το σύνολο του Δημοσίου και για άμεση λειτουργία εξειδικευμένων τμημάτων στα δικαστήρια για υποθέσεις σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος με ανώτατο όριο έκδοσης της απόφασης το 12μηνο.
Στην ενδιάμεση έκθεση της επιτροπής των περίπου 130 σελίδων, η οποία αναμένεται να δοθεί σήμερα για δημόσια διαβούλευση, το σκέλος «Δικαιοσύνη», περιγράφεται ως ένα από τα πλέον προβληματικά και αναχρονιστικά σε λειτουργία κεφάλαια. Ένα εντελώς ξεπερασμένο, του οποίου η αργή ταχύτητα απονομή κοστίζει δις ευρώ, ένα μοντέλο που χρήζει βαθιάς αναδιάρθρωσης για να καταστεί αποτελεσματικό προς τον πολίτη και τους επενδυτές.
Αδιανόητο να έχουμε αναλογικά υψηλότερο αριθμό δικαστών από τον μέσον όρο της ΕΕ, αλλά η απόφαση για μια απλή εμπορική διαφορά να βγαίνει σε πάνω από χρόνο, όταν στην Ευρώπη χρειάζεται μερικούς μήνες.
Απόλυτα προβληματικό να διαθέτουμε 26,5 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, έναντι 24,2 δικαστών στην Γερμανία, 11,5 στην Ισπανία και 10,7 στην Ιταλία, αλλά παρ’ όλα αυτά ο αριθμός διοικητικών υποθέσεων που εκκρεμούν να παραμένει με διαφορά ο υψηλότερος στην ΕΕ, παρά την όποια βελτίωση που καταγράφηκε τα τελευταία χρόνια.
Εξαιρετικά αποτρεπτικό για έναν επενδυτή, εξαιτίας των καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης, να κατέχουμε μόλις την 146η θέση παγκοσμίως ως προς την εφαρμογή των συμβάσεων σύμφωνα με την ετήσια έρευνα Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2020. Βρισκόμαστε σύμφωνα με την ίδια έρευνα στην 72η θέση ως προς τις πτωχευτικές διαδικασίες και στην 37η θέση ως προς την προστασία των επενδυτών. Επίσης σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (2018), η αντίληψη των ελληνικών επιχειρήσεων περί δικαστικής ανεξαρτησίας βρίσκεται πολύ χαμηλότερα του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Τι φταίει για την δυσλειτουργία;
Εχουν γραφτεί πολλά κατά το παρελθόν για τις αιτίες της προβληματικής αυτής κατάστασης έχει την αξία του ωστόσο να τις επαναλάβουμε.
Ανισοκατανομή δικαστών στις διάφορες βαθμίδες, προβληματική αξιολόγηση των δικαστών, τραγική έλλειψη όχι μόνο ψηφιοποίησης αλλά έστω μηχανοργάνωσης (είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη), μεγάλη έλλειψη δικαστικών υπαλλήλων, είναι μερικές από τις αιτίες. Μέρος του προβλήματος αφορά την κατανομή των δικαστών στους διάφορους βαθμούς. Ένας ακόμα σημαντικότερος λόγος για τις καθυστερήσεις αφορά την έλλειψη επαρκούς υποστήριξης των δικαστών από δικαστικούς υπαλλήλους. Το κεντρικότερο ωστόσο ζήτημα αφορά τον τρόπο διοίκησης στην Δικαιοσύνη και αξιολόγησης των δικαστικών λειτουργών.
* Το ελληνικό δικαστικό σύστημα κατατάσσεται τελευταίο στην μηχανοργάνωση και ψηφιοποίηση στην ΕΕ. Είναι ουραγός μεταξύ 27 χωρών της ΕΕ ως προς τον βαθμό εισαγωγής πληροφοριακών συστημάτων και μηχανογράφησης, ενώ απουσιάζουν εξειδικευμένα πρωτοδικεία που λειτουργούν σε άλλες χώρες της ΕΕ.
* Τα επίπεδα επιμόρφωσης και κατάρτισης των δικαστών σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη είναι πολύ χαμηλά. Η συνεχιζόμενη κατάρτιση των δικαστών στις άλλες χώρες της ΕΕ αφορά όχι μόνο πτυχές του δικαίου, αλλά και με μια σειρά από δεξιότητες όπως ψηφιακές και διοικητικές. Εδώ υστερούμε δραματικά.
* Προβληματικός ο σχεδιασμός των πτωχευτικών νόμων. Η προβληματική αυτή εικόνα οφείλεται σε προβλήματα τόσο μέσα στο δικαστικό σύστημα, όσο και έξω από αυτό. Ζητήματα που σχετίζονται με τη νομοθετική διαδικασία και τη δημόσια διοίκηση. Για παράδειγμα, η χαμηλή κατάταξη της χώρας ως προς τις πτωχευτικές διαδικασίες οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον σχεδιασμό των πτωχευτικών νόμων, οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης οφείλονται και στην πολυπλοκότητα και τις επικαλύψεις μεταξύ νόμων. Όλα αυτά αυτά δίνουν τροφή σε ένδικες διαφορές και επιβαρύνουν αχρείαστα το δικαστικό σύστημα. Πληθώρα διοικητικών διαφορών θα μπορούσαν να επιλυθούν χωρίς προσφυγή στη Δικαιοσύνη, με συμβιβασμό μεταξύ της δημόσιας διοίκησης και του διοικούμενου.
* Ανάληψη ευθύνης από το διοικητικό προσωπικό. Σε όσες χώρες έχει περπατήσει ο εξωδικαστικός συμβιβασμός διαφορών είτε μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτών, είτε μεταξύ ιδιωτών, υπήρξε μια προϋπόθεση. Η ανάληψη ευθύνης από τους διοικητικούς υπαλλήλους. Στην Ελλάδα είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν την ευθύνη ; Το ερώτημα δεν έχει μέχρι τώρα απαντηθεί.
Τι προτείνει η επιτροπή Πισσαρίδη
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον λειτουργίας και απονομής της Δικαιοσύνης, αν δεν αλλάξει δραματικά η εικόνα, η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και οι επενδύσεις που προσδοκούμε να έρθουν, θα συναντήσουν τοίχο. Σαν πιο επείγουσες αλλαγές, η επιτροπή Πισσαρίδη προτείνει:
* Εξιδεικευμένα τμήματα στα δικαστήρια. Την άμεση λειτουργία εξειδικευμένων τμημάτων στα δικαστήρια για υποθέσεις σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος, με ανώτατο όριο έκδοσης της απόφασης τους 12 μήνες.
* Εξωδικαστικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών σε όλο το Δημόσιο. Για να μειωθεί η επιβάρυνση του δικαστικού συστήματος από δίκες σε εκκρεμότητα, προτείνεται η διεύρυνση και συστηματική υποστήριξη του συστήματος ενδικοφανών διαδικασιών για υποθέσεις διαφορών μεταξύ του Δημοσίου και ιδιωτών (επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα).
Ένα πρόσφατο επιτυχημένο τέτοιο παράδειγμα καλής πρακτικής υπηρεσίας του Δημοσίου που επιλαμβάνεται υποχρεωτικά των διαφορών προτού αυτές εισαχθούν στα Διοικητικά Δικαστήρια αποτελεί η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Κατά την πενταετία 2015-2019 μεταξύ 40.570 φορολογικών υποθέσεων, οι 32.112 δεν κατέληξαν στα Δικαστήρια διότι οι αποφάσεις της ΔΕΔ έγιναν δεκτές από τον φορολογούμενο.
* Διοικητική αποτελεσματικότητα. Η δυσμενής αναλογία δικαστών προς δικαστικούς υπαλλήλους θα πρέπει να διορθωθεί, με προσλήψεις περισσότερων δικαστικών υπαλλήλων. Θα πρέπει επίσης να υπάρξει αναβάθμιση των απαιτούμενων προσόντων για τις θέσεις αυτές. Η διοίκηση των δικαστηρίων θα πρέπει να γίνει επίσης πιο αποτελεσματική, με στόχους και κατανομή πόρων και θέσεων ανάλογα με τις επιδόσεις.