Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Το πράσινο φως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που θα τους δώσει σημαντική άμεση και έμμεση «ανάσα» αναμένουν οι ελληνικές τράπεζες, ωστόσο όλα κρίνονται για μία ακόμη φορά από την πορεία της αξιολόγησης.
Ο Mario Draghi έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να… πατήσει το κουμπί για την επαναφορά του waiver, ήτοι της κατ' εξαίρεση αποδοχής των ελληνικών τίτλων που κατέχουν οι τράπεζες, με αντάλλαγμα την πιστή εφαρμογή του προγράμματος. Στο μεταξύ, οι συνεχείς παρατάσεις στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης μεταθέτουν τις αποφάσεις και καθυστερούν την επανένταξη των εγχώριων πιστωτικών ομίλων στους… κανονικούς ρυθμούς χρηματοδότησης από την ΕΚΤ.
Όταν στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Vitor Constancio δήλωνε ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να αποδεχτεί εκ νέου τα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρα στις πράξεις αναχρηματοδότησης πριν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, όλοι πίστευαν ότι οι ελληνικές τράπεζες, έχοντας ενισχυθεί κεφαλαιακά, θα μπορέσουν γρήγορα να αξιοποιήσουν το φθηνό χρήμα της κεντρικής τράπεζας.
Το όφελος για τις τράπεζες από την επαναφορά του waiver, υπολογίζεται σε μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, λόγω της διαφορά του επιτοκίου δανεισμού. Όμως το έμμεσο όφελος εκτιμάται πως είναι πολύ μεγαλύτερο αφού θεωρείται πως η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα ξεκλειδώσει μία σειρά εξελίξεων που θα βελτιώσουν σημαντικά τις συνθήκες ρευστότητας.
Βέβαια, ο Πορτογάλος αξιωματούχος είχε θέσει μία βασική προϋπόθεση για την επαναφορά του waiver. Αυτή δεν ήταν άλλη από την «συμμόρφωση» της Ελλάδας με το πρόγραμμα που έχει συμφωνήσει με τους εταίρους και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Στην ΕΚΤ πίστευαν ότι τα σημάδια για το πώς εξελίσσεται η αξιολόγηση θα είχαν από νωρίς δείξει το βαθμό στον οποίο η ελληνική κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στην εφαρμογή του προγράμματος. Άρα, θα μπορούσε να επανέλθει το waiver «πριν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, αν είμαστε αρκετά κοντά στο τέλος της και έχουμε πειστεί ότι θα είναι επιτυχής», σύμφωνα με τα λεγόμενα του Constancio.
Τέσσερις μήνες μετά, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης μετατίθεται συνεχώς για το μέλλον, ενώ μεσολάβησαν και οι διαρροές των διαλόγων στελεχών του ΔΝΤ, γεγονός που παραλίγο να… βάλει φωτιά στη διαδικασία. Σήμερα, πληροφορίες από την Φρανκφούρτη αναφέρουν ότι η ΕΚΤ δεν είναι σε καμία περίπτωση διατεθειμένη να εντάξει τις ελληνικές τράπεζες στις πράξεις χρηματοδότησης, αν δεν είναι δεδομένη – και όχι διαφαινόμενη - η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Και αυτό γιατί η ΕΚΤ συμμετέχει στο κουαρτέτο που διαπραγματεύεται με την ελληνική πλευρά και θέλει να διασφαλίσει ότι η συμφωνία θα αφορά στο σύνολο των ανοικτών θεμάτων και κυρίως στο φορολογικό, το ασφαλιστικό και τα «κόκκινα» δάνεια.
Τα «παράπλευρα» οφέλη
Ανάλογα με τους ελληνικούς τίτλους που έχει κάθε τράπεζα στο χαρτοφυλάκιό της το άμεσο όφελος από την εκ νέου χρήση τους ως ενέχυρα θα είναι της τάξης των 70-100 εκατ. ευρώ για κάθε τράπεζα, καθώς το επιτόκιο δανεισμού θα μειωθεί στο 0% από 1,55% που είναι το επιτόκιο του έκτακτου μηχανισμού παροχής ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA).
Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα θα συμμετάσχουν στο νέο γύρο μακροπρόθεσμων δανείων της ΕΚΤ, των γνωστών TLTRO. Για το συγκεκριμένο ζήτημα απομένει να διευκρινιστούν ορισμένες προϋποθέσεις για να δούμε το βαθμό στον οποίο οι ελληνικοί όμιλοι θα αξιοποιήσουν το νέο μέτρο της ΕΚΤ για την ενίσχυση της ρευστότητας.
Από κει και πέρα, ο μεγάλος στόχος είναι η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE), μέσω του οποίου η κεντρική τράπεζα αγοράζει κρατικά ομόλογα ύψους 80 δισ. ευρώ σε μηνιαία βάση. Σύμφωνα, δε, με τα νέα μέτρα που ανακοίνωσε ο Mario Draghi στις 10 Μαρτίου η ΕΚΤ θα αγοράζει και ποιοτικά εταιρικά ομόλογα μη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η ένταξη της Ελλάδας στο QE αποτελεί σαφώς μεταγενέστερη εξέλιξη η οποία θα κριθεί από μία σειρά παραγόντων, όπως για παράδειγμα την ελάφρυνση του χρέους σε επίπεδα που να θεωρείται βιώσιμο.