Ανησυχίες για νέα εκτίναξη του ενεργειακού κόστους και περαιτέρω άνοδο των τιμών σε μία συνθήκη που θα συντηρεί για καιρό την ακρίβεια στην Ευρώπη, εγείρει η πρόταση της Κομισιόν για πλήρες εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, στο πλαίσιο του 6ου πακέτου κυρώσεων κατά της Μόσχας.
Η Κομισιόν επεξεργάζεται εδώ και καιρό την πρόταση, μέσω της οποίας οι εξαγωγές πετρελαίου της Ρωσίας θα μειωθούν κατά περίπου 20% φέτος, με αποτέλεσμα να παραμείνουν οι τιμές του πετρελαίου πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι. Ωστόσο η Capital Economics δεν θεωρεί ότι η ρωσική οικονομία θα πληγεί άμεσα.
Έως το τέλος του 2022 η Ευρώπη καλείται να βρει εναλλακτικές πηγές για να καλύψει πάνω από το 25% των συνολικών αναγκών της σε πετρέλαιο, στην περίπτωση που περάσει η πρόταση και αναμφίβολα, η εξέλιξη αυτή θα έχει σοβαρές επιπτώσεις για την ίδια την ευρωπαϊκή οικονομία αλλά και τις αγορές.
Η βασική εκτίμηση των αναλυτών σήμερα είναι ότι το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο θα ωθήσει τις τιμές υψηλότερα και επομένως θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ παράλληλα θα προκαλέσει περαιτέρω επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος.
Κινδυνεύει η ευρωπαϊκή οικονομία με ύφεση; Όχι άμεσα από το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο αλλά γενικότερα ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. Αν η ΕΕ φτάσει μέχρι την επιβολή εμπάργκο και στο ρωσικό φυσικό αέριο, τότε άπαντες συμφωνούν - από τη Citi και την Capital Economics μέχρι την Goldman και την Bundesbank - ότι η ύφεση είναι αναπόφευκτη. Σίγουρα το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο δεν μπορεί να έχει τις ίδιες επιπτώσεις με ένα εμπάργκο στο φυσικό αέριο, από το οποίο η Ευρώπη εξαρτάται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Όμως και μόνο το γεγονός ότι είναι μία εξέλιξη που συντηρεί την ακρίβεια αρκεί για να επιδεινώσει το κλίμα.
Η συζήτηση μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ δεν είναι εύκολη, κάτι που αποδείχθηκε χθες καθώς σημειώνεται ήδη ντόμινο αντιδράσεων από τις χώρες που εξαρτώνται περισσότερο από το ρωσικό πετρέλαιο. Με την πρόταση για καθολικό εμπάργκο η Ευρώπη θέλει να σταματήσει την έμμεση χρηματοδότηση της πολεμικής επιχείρησης της Μόσχας στην Ουκρανία. Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Μεταφορών και Περιβάλλοντος, η Ευρώπη δίνει στον Πούτιν 285 εκατ. δολάρια την ημέρα για να καλύψει την εξάρτησή της από το ρωσικό πετρέλαιο.
Μόνο πέρσι η Ρωσία εισέπραξε 104 δισ. δολάρια από την Ευρώπη και τη Μ. Βρετανία για εξαγωγές πετρελαίου, όταν τα έσοδά της από φυσικό αέριο ήταν μόλις 43,4 δισ. δολάρια. Η Γερμανία είναι η χώρα με τις μεγαλύτερες εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, ύψους 23,6 δισ. δολαρίων, ακολουθεί η Πολωνία με 14,7 δισ. δολάρια και η Ολλανδία με 11,4 δισ. δολάρια, ενώ οι εισαγωγές της Ελλάδας διαμορφώνονται στα 3,2 δισ. δολάρια.
Η προμήθεια ρωσικού αργού θα διακοπεί σταδιακά μέσα σε έξι μήνες, ενώ οι εισαγωγές διυλισμένου πετρελαίου έως το τέλος του 2022. Η Ευρώπη εξαρτάται από το ρωσικό πετρέλαιο για πάνω από το 25% των αναγκών της σε αργό πετρέλαιο, ενώ χώρες όπως η Σλοβακία και η Ουγγαρία εξαρτώνται από τη Ρωσία σε ποσοστό 90%. Πριν καν προλάβει η ING να επισημάνει τον κίνδυνο αρκετές χώρες να ζητήσουν την εξαίρεσή τους από το εμπάργκο, περιορίζοντας έτσι τον αντίκτυπο του μέτρου, ξένα μέσα μεταδίδουν ότι Σλοβακία και Τσεχία έχουν ήδη ζητήσει τριετή παράταση, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινούνται Βουλγαρία και Ουγγαρία.
Για τις αγορές τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα. Το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο δεν αποτελεί game changer και γι’ αυτό η χθεσινή αντίδραση στην πρόταση της Κομισιόν ήταν αισθητή αλλά όχι ακραία, με Brent και WTI να ενισχύονται γύρω στο 4% με το βλέμμα κυρίως στη συνεδρίαση της Fed που ενισχύει τη δυναμική του δολαρίου. Όμως επηρεάζει τον τρόπο που τοποθετούνται οι επενδυτές μέσα από δύο κανάλια. Το πρώτο είναι οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό και το δεύτερο είναι η περαιτέρω επιδείνωση του κλίματος.
Το πόσο θα επηρεαστούν οι τιμές του πετρελαίου από τη σταδιακή απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό πετρέλαιο θα εξαρτηθεί από την αντίδραση άλλων χωρών, σημειώνει η ING. Αν δούμε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα να αυξάνουν τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, απελευθερώνοντας έτσι άλλες πηγές για την Ευρώπη, ο αντίκτυπος θα είναι περιορισμένος. Εντούτοις, αν αυτές οι χώρες διστάσουν να αυξήσουν σημαντικά τις προμήθειες ρωσικού πετρελαίου, η Ευρώπη θα είναι πιο ευάλωτη που σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένουμε νέα άνοδο των τιμών.
Η χθεσινή δήλωση του γενικού γραμματέα του ΟΠΕΚ, Μοχάμεντ Μπαρκίντο, σύμφωνα με την οποία η παγκόσμια αγορά δεν μπορεί να αναπληρώσει τη ρωσική παραγωγή και το «καρφί» της Μόσχας, ότι οι Ευρωπαίοι θα συνεχίσουν να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο αλλά από άλλες χώρες και ακριβότερα, δείχνουν το κλίμα.
Ακόμη πιο δύσκολο, σύμφωνα με την ING, θα είναι το εμπάργκο στα διυλισμένα προϊόντα, των οποίων η αγορά είναι εξαιρετικά στενή σε πολλές περιοχές της υφηλίου. Την ίδια ώρα, οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το ρωσικό πετρέλαιο, οι χαμηλότερες εξαγωγές της Κίνας, η ανάκαμψη της ζήτησης μετά την πανδημία και η περιορισμένη ικανότητα των διυλιστηρίων να την καλύψουν, είναι παράγοντες που οδηγούν τα αποθέματα σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ασία σε χαμηλά πολλών ετών.
Οι συνθήκες θα επιδεινωθούν πολύ περισσότερο αν φτάσουμε σε πλήρες ενεργειακό εμπάργκο. Υπενθυμίζεται ότι σε πρόσφατη μελέτη για τον οικονομικό αντίκτυπο ενός ενεργειακού εμπάργκο που θα περιλαμβάνει και το φυσικό αέριο, η Bundesbank προβλέπει εκτίναξη της τιμής του Brent στα 170 δολάρια και περαιτέρω άνοδο του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες στο 9% το 2022 και 4% το 2023.
Στο ίδιο σενάριο, η Bundesbank κάνει λόγο για μεγάλη δημοσιονομική αντίδραση από τις χώρες-μέλη, η οποία θα περιλαμβάνει πολλές διασώσεις επιχειρήσεων εξαιτίας των μεγάλων διακοπών στην παραγωγή, αλλά και άμεσες μειώσεις φόρων για να ελαφρύνει το τεράστιο βάρος που θα κληθούν να σηκώσουν τα νοικοκυριά. Αποτέλεσμα θα είναι να μεγαλώσουν τα ελλείμματα στο 10% του ΑΕΠ, πυροδοτώντας μια νέα κρίση.