Η χθεσινή καταιγίδα στο Χρηματιστήριο δεν ήταν ούτε ξαφνική, ούτε μεμονωμένο περιστατικό. Ήταν μια φυσική συνέπεια της συμπεριφοράς πολλών προηγούμενων συνεδριάσεων, απόρροια του κλίματος που είχε καλλιεργηθεί τόσο εγχώρια, όσο και διεθνώς. Ωστόσο, ήταν δικαιολογημένη; Πού μπορούμε να αναζητήσουμε τους λόγους που οδήγησαν τους επενδυτές να πωλούν με μανία τις τόσο πολύτιμες μετοχές τους, εκείνες που διακαώς αγόραζαν λίγες εβδομάδες πριν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα τιμών;
Παρατηρώντας το μακροοικονομικό πλαίσιο στις 930 μονάδες του Γενικού Δείκτη είναι το ίδιο με αυτό στις 830. Τους ίδιους διθυράμβους που ελάμβανε η ελληνική οικονομία εν μέσω πολύμηνης επιθετικής ανοδικής τάσης λαμβάνει και τώρα, όπου ο Δείκτης καταρρέει αφήνοντας πίσω του τη μια τεχνική στήριξη πίσω από την άλλη.
Επομένως, εκεί που πρέπει να εστιάσουμε είναι στους δύο παράγοντες που συνετέλεσαν στο κλίμα -αρχικά- διστακτικότητας και -έπειτα- μεταστροφής του αγοραστικού ενδιαφέροντος: στην πανδημία παγκοσμίως και στις πληθωριστικές πιέσεις στις ΗΠΑ.
Όσον αφορά το δεύτερο, ήταν το πιο προφανές και το πιο επικίνδυνο, ειδικά λογιζόμενο αυτό σε κλίμακα του χρόνου, διότι μια πολιτική αύξησης επιτοκίων από τη Fed θα προκαλούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις εις βάρος της αγοράς μετοχών σε όλον τον κόσμο, και θα χρειάζονταν μήνες ώστε να επανέλθει η ισορροπία (σε άλλα επίπεδα τιμών).
Και μάλιστα, ήταν ένα γεγονός που εν μέρει είχε προεξοφληθεί, ειδικά από την πελώρια αγορά ομολόγων και την αντίστοιχη -ανοδική- πορεία των αποδόσεων των εκείθεν κρατικών ομολόγων. Εξάλλου, η άνευ προηγουμένου απόκλιση των επιτοκίων αναφοράς (0%) με την απόδοση (υψηλό στην περιοχή 1,7%) ανάγκασε μέχρι και τον Powell να διδάξει μακροοικονομία εστιάζοντας στη σανίδα σωτηρίας υπό την ονομασία «αγορά εργασίας».
Τελικά, όπως φαίνεται, ο πρώτος παράγοντας υπερίσχυσε, τουλάχιστον όσον αφορά στην παρούσα συγκυρία. Και αυτό, διότι οι πιέσεις που παρατηρήθηκαν, χθες συνέπεσαν αφενός με έξαρση της πανδημίας και των φόβων για ισχυρή μετάλλαξη και αφετέρου με βαθιά διόρθωση των αποδόσεων μέχρι και το 1,18% (-9% ημερήσια μεταβολή).
Μην αποκλείοντας επαναφορά στη συζήτηση περί μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής, κρατάμε προς το παρόν ότι το κλίμα βάρυνε λόγω της ειδησεογραφίας στην κατηγορία του ιού και της συν αυτώ αύξησης των κρουσμάτων, παρά το ότι βρισκόμαστε σε προχωρημένο στάδιο εμβολιασμών.
Και προφανώς, δεν ήταν κάτι ξαφνικό, αλλά συνέπεια μιας μακράς ζύμωσης διστακτικότητας για νέες τοποθετήσεις στις μετοχές, παράλληλα με μια παράδοξη αίσθηση «ασφάλειας» ότι το προϊσχύσαν θετικό μοτίβο από τον Νοέμβριο του 2020 δεν θα σταματήσει, ώστε τα στοπ στις αγοραστικές θέσεις να είναι χαλαρά.
Έτσι, οι επενδυτές που κοίταζαν τις «πανάκριβες» μετοχές να συνεχίζουν να τρέχουν χωρίς εκείνοι να είναι τοποθετημένοι, αγόραζαν στην πρώτη μικρή βύθιση, ξεχνώντας να καλύψουν τα νώτα τους, ή έστω να τοποθετηθούν με στρατηγική στον χρόνο διακράτησης. Κι έτσι, μόλις -αργοπορημένα- πείστηκαν ότι η αγορά «έχει κι άλλο κάτω», άρχισαν να πετάνε τα χαρτιά τους όπου να΄ναι. Αλλά συνήθως, όταν συμβαίνει αυτό, η αγορά «πετάει έξω» όσους έπρεπε να φύγουν, για να συνεχίσει την πορεία της με τους υπόλοιπους.
Η εικόνα από πάμπολλες εισηγμένες μας είναι εξαιρετική. Τείνουμε να ξεχνάμε τα θετικά σε αρνητικές περιόδους, όπως και το αντίθετο.
Η αγορά μας έχει προσελκύσει τεράστια κεφάλαια συγκριτικά τόσο με το μέγεθός της όσο και με το ΑΕΠ μας, με την ποιότητα αυτών να είναι η ειδοποιός διαφορά. Θεωρούμε ότι η οικονομία έχει τεράστιες προοπτικές περαιτέρω μεγέθυνσης, και πως το Χρηματιστήριο προεξόφλησε μονάχα ένα μέρος αυτής στην πρόσφατη 6μηνη ανοδική κίνηση.
Οι στόχοι στις τιμές των μετοχών είναι πολύ υψηλοί σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, και κάθε βαθιά διόρθωση είναι πάντα μια καλή ευκαιρία, αρκεί να προσέχουμε να μην ψάχνουμε τον πάτο στο πηγάδι, αλλά την ύπαρξη ευκαιριών