Κάθε δισεκατομμύριο που προστίθεται στο ΑΕΠ προσθέτει και επιπλέον 350-400 εκατ. ευρώ στα φορολογικά έσοδα. Κάθε δισεκατομμύριο όμως που φεύγει από την «δεξαμενή» με τα μαύρα για να αποτυπωθεί στα έντυπα του ΦΠΑ αλλά και στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, μπορεί να εξασφαλίσει δημοσιονομικό χώρο ακόμη και άνω των 500 εκατ. ευρώ.
Διότι το κράτος θα κερδίσει αρχικά από τον ΦΠΑ, διότι τα ποσά των «μαύρων συναλλαγών» θα αποδώσουν από 9% έως και 44% φόρο εισοδήματος και διότι είναι πολύ πιθανό να υπάρξει σημαντική εξοικονόμηση και από την καταβολή κοινωνικών επιδομάτων που λόγω της φοροδιαφυγής καταλήγουν σε χέρια που δεν δικαιούνται επιδομάτων.
Αυτή την «εξίσωση» έχει κατά νου και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας επισημαίνοντας το στατιστικό στοιχείο που είναι γνωστό σε όλους όσοι ασχολούνται στοιχειωδώς με την στατιστική των φόρων στην Ελλάδα: δεν είναι δυνατόν τα δηλωθέντα εισοδήματα να μην ξεπερνούν τα 80 δισ. ευρώ, τα στοιχεία των δαπανών να ανέρχονται στα 140 δισ. ευρώ και την ίδια στιγμή να μην μειώνονται καν οι αποταμιεύσεις (αλλά το αντίθετο, να αυξάνουν). Είναι οικονομικές επιδόσεις με έντονα ελληνικό χρώμα: εμφανιζόμαστε να ξοδεύουμε περισσότερα από όσα εισπράττουμε και την ίδια στιγμή να αποταμιεύουμε πολλά δισ. ευρώ σε ετήσια βάση χωρίς όμως να αυξάνουμε τον δανεισμό μας.
Η συνταγή που θα ακολουθηθεί μετά τις εκλογές έχει ήδη «κλειδώσει»: Καμία αύξηση φορολογικού συντελεστή διότι έχει διαπιστωθεί ότι οι πολύ υψηλοί συντελεστές φέρνουν τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα. Όταν έπεσε ο συντελεστής των μερισμάτων, η φορολογητέα ύλη τετραπλασιάστηκε από τα 1,5 δισ. ευρώ στα 6,7 δισ. ευρώ. Κι όταν ο ΣΥΡΙΖΑ συνέδεε τα δηλωθέντα εισοδήματα με τις ασφαλιστικές εισφορές, οι αυτοαπασχολούμενοι ψαλίδισαν τα ούτως ή άλλως πολύ λίγα εισοδήματα (ακόμη και για τα δεδομένα μνημονιακής περιόδου) από τα 5 δισ. ευρώ στα 3,5 δισ. ευρώ.
Ένα από τα πρώτα νομοσχέδια θα προβλέπει αλλαγές στο καθεστώς των επαγγελματικών δαπανών που αναγνωρίζονται ως έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα. Είναι κοινό μυστικό ότι στις δηλώσεις των επαγγελματιών εμφανίζονται είτε εικονικές δαπάνες είτε πραγματικές οι οποίες όμως ουδεμία σχέση έχουν με την επαγγελματική δραστηριότητα. Από την άλλη, η δρομολογημένη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος είναι πολύ πιθανό όταν θα έρθει η ώρα της νομοθέτησης, να συνδεθεί με μέτρα που θα εξασφαλίζουν τη χρηματοδότηση του μέτρου μέσω της αύξησης του φορολογητέου εισοδήματος. Αν για παράδειγμα καταργηθεί εν λευκώ το τέλος επιτηδεύματος, θα κερδίσουν όλοι 650 ευρώ, ακόμη και αυτοί που δηλώνουν λόγω φοροδιαφυγής πενιχρά εισοδήματα.
Αν το τέλος επιτηδεύματος καταργηθεί μόνο γι’ αυτούς που εμφανίζουν κέρδη συναφή με τον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιούνται, και το δημοσιονομικό κόστος του μέτρου θα είναι μικρότερο, και θα υπάρχει ισχυρό κίνητρο για αύξηση της φορολογητέας ύλης.
Η δρομολογημένη σύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS αναμένεται ότι θα βοηθήσει στο να αυξηθούν ακόμη περισσότερο οι ηλεκτρονικές συναλλαγές αλλά το ζητούμενο θα είναι αμέσως μετά τις εκλογές και να ενεργοποιηθούν τα πρόστιμα ώστε να γίνει πράξη η υποχρεωτική έκδοση τιμολογίων, και να γίνει έτσι πιο εύκολη η ηλεκτρονική διασταύρωση.
Ο κεντρικός στόχος πάντως θα είναι ο όσο το δυνατόν μεγαλύτερος περιορισμός της διακίνησης του χρήματος σε φυσική μορφή.
Το «μαύρο» κινείται κατά κύριο λόγο με μετρητά. Όσο λιγότερο το μετρητό, τόσο δυσκολότερο και το μαύρο. Άρα, τα κίνητρα για τη χρήση των καρτών από τη μια (ουσιαστικά κίνητρα και όχι αυτά που έχουν θεσπιστεί σήμερα τα οποία δεν έχουν αποδώσει) αλλά και τα αντικίνητρα για όσους πληρώνουν με μετρητά, θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.