Προς μια νέα χρονιά - ρεκόρ οδεύει ο τουρισμός, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, τα οποία δείχνουν ένα δυναμικό ξεκίνημα, από πλευράς αεροπορικών αφίξεων, αλλά και με μια τάση διψήφιας ανόδου για το πρώτο τρίμηνο συγκριτικά με πέρυσι.
Μάλιστα, σύμφωνα τους αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας, η θετική αυτή εικόνα αντανακλάται στις υψηλές προσδοκίες ζήτησης των Ελλήνων ξενοδόχων, με το σχετικό δείκτη να αγγίζει το υψηλότερο ιστορικά σημείο του το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου.
Μάλιστα για τη φετινή σεζόν οι προβλέψεις είναι αρκετά αισιόδοξες, παρά τις γεωπολιτικές και πληθωριστικές πιέσεις με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για φετινά τουριστικά έσοδα στα 21 δισ.ευρώ, έναντι 20,5 δισ.ευρώ το 2023 και 18,51 δισ.ευρώ το 2019.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας, η πορεία του εισερχόμενου τουρισμού θα εξαρτηθεί και πάλι από τη διατήρηση και την περαιτέρω ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Πάντως, τα μηνύματα που προέρχονται από την εκτός high season τουριστική περίοδο είναι αρκετά αισιόδοξα.
Το φθινόπωρο επισκέφθηκαν τη χώρα μας 9,3 εκατ. ξένοι τουρίστες (+6% έναντι του 2019), με την παρατεταμένη καλοκαιρία του διμήνου Οκτωβρίου-Νοεμβρίου (+13%) να αντισταθμίζει τις επιπτώσεις των ακραίων κλιματικών φαινομένων του Σεπτεμβρίου (+1%).
Η καλή επίδοση του φθινοπώρου οφείλεται κατά κύριο λόγο στην επισκεψιμότητα από τις παραδοσιακές αγορές και συγκεκριμένα τη Γερμανία, τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, οι οποίες αύξησαν το μερίδιο τους κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες σωρευτικά στην περίοδο 2019-2023 (σε 43% από 35%).
Ειδικότερα, Γερμανία και Βρετανία συνεισέφεραν 800 χιλ. επιπλέον τουρίστες (συγκριτικά με το 2019) κατά τη φθινοπωρινή περίοδο και διατήρησαν τη θέση τους ως κορυφαίες αγορές, ενώ οι ΗΠΑ με 70 χιλ. περισσότερους τουρίστες αναρριχήθηκαν στην 3η θέση.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι πωλήσεις των ξενοδοχείων κατέγραψαν ισχυρή άνοδο το φθινόπωρο (+7% ετησίως σε αποπληθωρισμένους όρους). Συγκεκριμένα, όλες οι ευρείες κατηγορίες προορισμών κινήθηκαν ανοδικά (νησιά +6%, αστικά κέντρα +8%, ηπειρωτική χώρα +14%), με τους ηπειρωτικούς προορισμούς να ξεπερνούν για πρώτη φορά τα προ-πανδημίας επίπεδά τους.
Βεβαίως, φέτος, δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό το κατά πόσο θα επηρεάσουν την τουριστική κίνηση οι γεωπολιτικές εξελίξεις, ειδικότερα στη Μέση Ανατολή, με την ένταση να έχει κορυφωθεί.
Από την άλλη πλευρά, ήδη έχουν καταγραφεί εννέα μεγάλες επενδύσεις σε πεντάστερα ξενοδοχεία που έχουν δρομολογηθεί ή έχουν ήδη ξεκινήσει σε περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος όπως Κρήτη, Κυκλάδες, Χαλκιδική και Πελοπόννησο, κάτι που προοιωνίζει μεγαλύτερη αύξηση στις κρατήσεις ξενοδοχείων.
Για θετικές προοπτικές του τουρισμού, σε παγκόσμιο επίπεδο, κάνει λόγο και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ταξιίδων και Τουρισμού (WTTC).
Ειδικότερα, βάσει της Έρευνας Οικονομικών Επιπτώσεων 2024 (EIR), ο κλάδος του τουρισμού παγκοσμίως το 2024 θα επισφραγίσει την οικονομική δυναμική του, δημιουργώντας το 1 στα 10 δολάρια παγκοσμίως και εισφέροντας 770 δισ. δολάρια επιπλέον σε σχέση με το προηγούμενο ρεκόρ του το 2019, ενώ θα υποστηρίζει σχεδόν 348 εκατ. θέσεις εργασίας , 13,6 εκατ. θέσεις εργασίας περισσότερες σε σχέση με την προπανδημική χρονιά.
Μάλιστα, όπως δείχνουν οι εκτιμήσεις, 142 χώρες από τις 185 που αναλύθηκαν εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τα προηγούμενα εθνικά τους ρεκόρ.
Ανοδικά θα κινηθούν και οι δαπάνες των επισκεπτών, φτάνοντας τα 1,89 τρισ. δολάρια και προσεγγίζοντας τις εντυπωσιακές επιδόσεις του 2019.
Σε ό,τι αφορά την τουριστική κίνηση στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία κίνησης της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών - Αττικής και Αργοσαρωνικού σε συνεργασία με την GBR Consulting, το α’ δίμηνο του 2024 η μέση πληρότητα των ξενοδοχείων της Αθήνας έφτασε το 59,3% (έναντι 54,4% του Α’ διμήνου του 2023), η μέση τιμή δωματίου (ADR) έφτασε τα 92,58 ευρώ (έναντι 90,89 ευρώ του Α’ διμήνου του 2023), ενώ το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPar) έφτασε τα 54,92 ευρώ, έναντι 49,47 ευρώ της αντίστοιχης περιόδου του 2023 (εμφανίζεται δηλαδή αυξημένο κατά 11% έναντι του Α’ διμήνου του 2023).
Το θετικό είναι ότι ο φετινός Φεβρουάριος εξελίχθηκε θετικότερα του Φεβρουαρίου 2023, αλλά και του Ιανουαρίου 2024, δείχνοντας ότι η δυναμική του προορισμού έχει συνέχεια. Έτσι, έκλεισε με μέση πληρότητα 66,3% (έναντι 58% του Φεβρουαρίου του 2023 -δηλαδή με αύξηση της τάξης του 14,3% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2023- και έναντι του Ιανουαρίου του 2024, όταν η μέση πληρότητα ήταν 52,8%).
Οι θετικές επιδόσεις του πρώτου διμήνου αποτελούν μια ένδειξη για το πώς αναμένεται να εξελιχθεί η χρονιά. Παράλληλα, τόσο ο κορυφαίος tour operator TUI , όσο και άλλοι μικρότεροι ευρωπαϊκοί οργανισμοί εκτιμούν ότι ήδη το πρώτο τρίμηνο του 2024 η ζήτηση για την Ελλάδα κινείται σε επίπεδα αυξημένα κατά 30% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα πέρσι.
Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις για τη φετινή σεζόν προβλέπεται τουριστική κίνηση κατά 10% υψηλότερη σε σχέση με πέρσι. Ένας από του βασικούς παράγοντες που αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας μας είναι και οι ποιοτικές επενδύσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια.