Μεγαλύτερες αυξήσεις από 15% στα φετινά έσοδα από τόκους προβλέπει η αμερικανική Jefferies, που ξεκίνησε κάλυψη των ελληνικών τραπεζών με κορυφαία επιλογή την Εθνική Τράπεζα. Σύμφωνα με τον οίκο η τάση των τραπεζών στα έσοδα από τόκους είναι ισχυρή και παραγνωρίζεται από το concensus που είναι πολύ συντηρητικό στις προβλέψεις του για έσοδα από τόκους, προβλέποντας αύξηση μόνο 15% το 2023, όταν αντίστοιχα οι εκτιμήσεις για Ισπανία και Ιταλία είναι για αύξηση περίπου 25%.
Ωστόσο, ο οίκος αντισταθμίζει τις αισιόδοξες αυτές εκτιμήσεις στη συνέχεια, εντοπίζοντας μεσοπρόθεσμα εμπόδια στον τομέα των «κόκκινων δανείων» εκεί που βλέπει διαφορετικά ποσοστά καλύψεων, αλλά και στις εκδόσεις MREL. Το χαμηλό ποσοστό «κόκκινων δανείων» της ΕΤΕ και η κάλυψή τους σε ποσοστό 82% είναι ξεκάθαρα η αιτία που ο αμερικανικός οίκος, δίνει προβάδισμα και την καλύτερη τιμή στόχο στην Εθνική. Οι τιμές στόχοι που θέτει επιτρέπουν περιθώρια ανόδου 20%-30%, αλλά όχι για όλες τις ελληνικές τράπεζες.
Η Jefferies θέτει την τιμή στόχο για την Εθνική στα 6,60 ευρώ (περιθώριο +30%) για τη Eurobank στα 1,65 ευρώ (+20%), για την Alpha στα 1,10 ευρώ και για την Πειραιώς στα 2,5 ευρώ. Ο οίκος σημειώνει ότι προτιμά την Εθνική για να επενδύσει στην αύξηση των εσόδων από τόκους, λόγω της ισχυρής χρηματοδοτικής της θέσης, αφού έχει αναλογία δανείων προς καταθέσεις καταθέσεων στο 62% και οι προθεσμιακές καταθέσεις είναι λιγότερες από το 15% του συνόλου.
Με βάση τις τιμές που δίνει ο οίκος προβλέπει για τις τράπεζες:
- Στη Eurobank κέρδη ανά μετοχή 0,35 ευρώ (το 2022) 0,22 ευρώ φέτος και 0,20 ευρώ το 2024. Τα προβλεπόμενα P/E είναι 6,6 φέτος και 7,3 για το 2024.
- Στην ΕΤΕ τα κέρδη ανά μετοχή του 2022 είναι 1,03 ευρώ, και 0,73 ευρώ τόσο για φέτος όσο και του χρόνου. Το P/E προβλέπεται φέτος και του χρόνου στο 7,3.
- Στην Alpha Bank τα κέρδη ανά μετοχή του 2022 προβλέπονται στα 0,17 ευρώ και στα 0,22 και 0,20 ευρώ αντίστοιχα για φέτος και του χρόνου. Το P/E προβλέπεται σε 6,5 φέτος και 7,2 του χρόνου.
- Στην Τράπεζα Πειραιώς, τα κέρδη ανά μετοχή του 2022 υπολογίζονται στα 0,76 ευρώ το 2022 με την Τράπεζα να έχει ανακοινώσει ήδη ομαλοποιημένα κέρδη ανά μετοχή 0,42 ευρώ και EPS βασισμένα σε κέρδη μετόχων 0,78 ευρώ. Φέτος προβλέπει κέρδη ανά μετοχή τα 0,42 ευρώ που έφερε η Πειραιώς πέρυσι με αυξήσεις επιτοκίων να τρέχουν και το 2024 στα 0,48 ευρώ και P/E στο 5,4 φέτος και 4,7 του χρόνου.
Με βάση τα παραπάνω προκύπτουν και οι συστάσεις όπου η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας για την οποία άλλωστε δίνεται και το μεγαλύτερο περιθώριο, προτείνεται για αγορά. Για την Alpha Bank προβλέπεται απόδοση χαμηλότερη, ενώ για τις Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς προτείνεται διακράτηση μετοχών.
Προβλέψεις και κόκκινα δάνεια
Στις προβλέψεις των τραπεζών στα κόκκινα δάνεια εστιάζει ο οίκος που βλέπει αποκλίσεις στους συντελεστές ο οποίος εκτιμά ότι τα στοιχεία αυτά δεν έχουν ληφθεί επαρκώς υπόψη.
Η Jefferies αναφέρει ότι παραμένει σχετικά αισιόδοξη για τις ευρύτερες προοπτικές της ποιότητας ενεργητικού, όμως θεωρεί ότι η Εθνική είναι καλά τοποθετημένη, με χαμηλό δείκτη ανοιγμάτων NPE (6,1%) και υψηλή κάλυψη (82%), δημιουργώντας περιθώρια για σταδιακή ομαλοποίηση στα επίπεδα των προβλέψεων.
Η Jefferies επίσης θεωρεί ότι παρά το πιο ευνοϊκό μείγμα δείκτη κόκκινων δανείων NPL, χαμηλή την κάλυψη (39%) της Alpha Bank, και με το ποσοστό των NPE ακόμα αυξημένο (8%) και εκτιμά ότι υπάρχει κίνδυνος να χαθούν κέρδη απορροφούμενα ως προβλέψεις τα επόμενα χρόνια. Πάνω από τις εκτιμήσεις του consensus τοποθετεί η Jefferies και τις προβλέψεις της Πειραιώς.
Σύμφωνα με τον οίκο η ελληνική οικονομία είναι περισσότερο κυκλική παρά ιδιοσυγκρασιακή. Μετά τη βαθιά ύφεση και το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των τραπεζών, πολλοί βλέπουν την Ελλάδα σαν ένα ιδιαίτερο «recovery play» για την Ευρώπη. Όμως, ο οίκος εκτιμά ότι οι αποτιμήσεις έχουν ήδη καλύψει το κενό, με τις ελληνικές τράπεζες να διαπραγματεύονται με τιμή προς (ενσωματωμένη) καθαρή αξία (P/TNAV) στο 0,7 φέτος και άρα είναι σε premium έναντι των ιταλικών τραπεζών της μεσαίας κεφαλαιοποίησης (0,6x).
Η υψηλή εξάρτηση της οικονομίας της χώρας από τον τουρισμό, σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία είναι ακόμα σημαντικά συνδεδεμένη με τις μακροοικονομικές εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρώπη.