Από εκεί που κανείς δεν μιλούσε για τα ελληνικά ομόλογα - είτε γιατί βρίσκονταν σε «καραντίνα» είτε στη συνέχεια, και μετά το τέλος των μνημονίων, γιατί οι επενδυτές είχαν καεί… στο χυλό και διατηρούσαν αποστάσεις ασφαλείας - οι μεγαλύτεροι επενδυτικοί οίκοι σήμερα «σφάζονται» για το αν θα συνεχιστεί το ράλι ή θα δούμε άνοδο των αποδόσεων. Το ιδιαίτερα αυξημένο ενδιαφέρον των αναλυτών για τα ελληνικά «χαρτιά» είναι εύλογο διότι είναι αυτά που δίνουν τις υψηλότερες – αλλά όχι υψηλές – αποδόσεις στην Ευρωζώνη και κατ’ επέκταση είναι και τα πιο ελκυστικά στην τρέχουσα συγκυρία για αυτούς που μπορούν να τα αγοράσουν και έχουν περιορισμούς από το γεγονός ότι παραμένουν στην κατηγορία «junk».
Ήδη η απόδοση του 10ετούς έχει προκαλέσει… συνωστισμό αναλύσεων καθώς ξεπέρασε τον στόχο του 1% που είχε θέσει η Capital Economics για το 2020 και όλοι ψάχνονται αναφορικά με την πορεία τους τους επόμενους μήνες και χρόνια. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι έχουν ξεκινήσει, έστω δειλά, αναφορές αναλυτών ακόμη και για ένταξη των ελληνικών τίτλων στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ανεξάρτητα μάλιστα από την αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα. Αυτό δείχνει ότι οι προοπτικές περαιτέρω πτώσης των αποδόσεων είναι σημαντικές αλλά και πως η ελληνική οικονομία σήμερα αντιμετωπίζεται ως μία «κανονική» οικονομία της Ευρωζώνης και όχι ως παρίας του ευρωσυστήματος.
Στον αντίποδα, υπάρχουν και αυτοί που συστήνουν πώληση των ελληνικών τίτλων, εκτιμώντας ότι το ράλι δεν θα συνεχιστεί, όπως η UBS η οποία προβλέπει μεν ότι η επενδυτική βαθμίδα θα επιτευχθεί έως τα μέσα του 2021 αλλά τάσσεται υπέρ της πώλησης τίτλων με διάρκεια άνω των 3 ετών.
Μέσα στο 2020 η απόδοση του ελληνικούς 10ετούς έχει υποχωρήσει σε ποσοστό της τάξης του 39%, από το επίπεδο του 1,44% οριακά χαμηλότερα από το 0,9%, ενώ στις συναλλαγές της Παρασκευής 21 Φεβρουαρίου η απόδοση του 5ετούς κατέγραψε νέο ιστορικό χαμηλό υποχωρώντας για πρώτη φορά κάτω από το 0,30%.
Και όπως πάντα σε ένα debate υπάρχουν δύο πλευρές. Η μία κάνει λόγο για τεράστια «φούσκα» στις αγορές ομολόγων λόγω του μεγαλύτερου κύματος ρευστότητας όλων των εποχών. Οι επενδυτές έχουν άπλετη ρευστότητα για την οποία αναζητούν την καλύτερη σχέση ρίσκου-απόδοσης και τα ομόλογα της Ευρωζώνης προσφέρονται. Από τη στιγμή λοιπόν που η Ελλάδα προσφέρει τις υψηλότερες αποδόσεις και έχει ξεφύγει από τον κίνδυνο τα ομόλογά της είναι ένα πολύ καλό trade. Τι θα συμβεί ωστόσο αν το κλίμα γυρίσει;
Άλλοι χαρακτηρίζουν τα ελληνικά ομόλογα από τα καλύτερα assets για να τοποθετηθεί κανείς σήμερα γιατί η Ελλάδα έχει μπροστά της τρεις κρίσιμες εξελίξεις οι οποίες αν έχουν ευτυχή κατάληξη θα δώσουν νέα ώθηση στην οικονομία. Η πρώτη είναι η διαπραγμάτευση για τους δημοσιονομικούς στόχους, τη χρήση των ANFAs και τις μεταναστευτικές δαπάνες, η δεύτερη αφορά στην ομαλή λειτουργία του Ηρακλή για τη λύση του γόρδιου δεσμού των «κόκκινων» δανείων και η τρίτη σχετίζεται με την περαιτέρω αναβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης και τη συμμετοχή στο QE, με την ΕΚΤ να ρίχνει στην αγορά 11 δισ. ευρώ για ελληνικούς τίτλους.
Αυτές τις εξελίξεις ίσως να είχαν κατά νου οι αναλυτές της Citi όταν προέβλεπαν στα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου ότι θα μειωθεί μέσα στο 2020 η απόδοση του ελληνικού 10ετούς στο 0,70%. Συγκεκριμένα, η Citi εκτιμούσε ότι η απόδοση του 10ετούς θα διαμορφωθεί στο 1,3% στο α΄ τρίμηνο του 2020, για να πέσει στο 1,10% στο β’ τρίμηνο, στο 0,90% στο γ’ τρίμηνο και στο 0,70% στο τέλος του έτους. Επομένως, η Ελλάδα έχει «κερδίσει» χρόνο και έχει ήδη φτάσει στο επίπεδο που θα βρισκόταν βάσει εκτιμήσεων το φθινόπωρο του 2020.
Πριν από λίγες ημέρες, μάλιστα, η Citi ξαναχτύπησε με μία πρόβλεψη που προκάλεσε αίσθηση, αφού έκανε λόγο για διπλή αναβάθμιση της Ελλάδας από τον οίκο Fitch τον ερχόμενο Ιούλιο. Πρόκειται για μία εξαιρετικά σημαντική πρόβλεψη καθώς αν επιβεβαιωθεί η Ελλάδα θα επιστρέψει μετά από 10 ολόκληρα χρόνια στην «επενδυτική βαθμίδα», ξεκλειδώνοντας μεγάλες εισροές μακροπρόθεσμων κεφαλαίων.