Του Βασίλη Γεώργα
Η επιστροφή των εκπροσώπων των δανειστών στην Αθήνα είναι θετική εξέλιξη καθώς αποφεύγονται τα χειρότερα πριν το κλίμα βαρύνει επικίνδυνα για την Ελλάδα, αλλά το κόστος μιας συμφωνίας θα είναι σε κάθε περίπτωση πολύ βαρύ για την Ελλάδα. Σε αυτή την εκτίμηση συγκλίνουν οι οικονομολόγοι Πάνος Τσακλόγλου, Γιώργος Παγουλάτος και Νίκος Βέττας που μιλούν στο Liberal για το τι σηματοδοτεί η απόφαση του Eurogroup, τις επιπτώσεις των μέτρων αλλά και τις δυνατότητες της κυβέρνησης να τα ψηφίσει στη Βουλή.
Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεδομένων των συνθηκών και επειδή το κλίμα είχε αρχίσει να βαραίνει επικίνδυνα για την Ελλάδα, δεν μπορούσαμε να περιμένουμε τίποτα περισσότερο από τη χθεσινή απόφαση. Το γεγονός ότι μεγάλες χώρες της ευρωζώνης με πρώτη την Ολλανδία οδεύουν σε εκλογές είχε ως αποτέλεσμα να επιχειρηθεί το κλείσιμο μιας συμφωνίας. Ο Γερούν Ντάϊζελμπλουμ θέλει να παρουσιάσει μια επιτυχία ως πρόεδρος του Eurogroup ενώ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επιδιώκει αφενός να μην υπάρχει ανοιχτό το ελληνικό θέμα όταν η Γερμανία θα κάνει εκλογές και αφετέρου να μην έχει κάνει σημαντικές παραχωρήσεις στο μέτωπο του ελληνικού χρέους.
Η επιχειρούμενη συμφωνία εξυπηρετεί όλες τις πλευρές, αν και πιστεύω ότι στο θέμα του χρέους αυτή τη φορά το ΔΝΤ θα επιμείνει για κάτι πιο εξειδικευμένο. Ενδεχομένως η λύση να βρεθεί στο χρόνο διατήρησης των πρωτογενών πλεονασμάτων του 3,5%. Από την άλλη το ότι η επιδιωκόμενη συμφωνία θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερη το λέει μόνο η κυβέρνηση. Δεν προκύπτει από πουθενά. Δεν καταλαβαίνω γιατί το υποστηρίζει αυτό η κυβέρνηση. Και την περασμένη φορά πάλι το αφήγημα ήταν ότι η Ελλάδα πρέπει να στραφεί από τη λιτότητα στις μεταρρυθμίσεις, αλλά πάλι μέτρα είχαμε. Το αφορολόγητο και οι περικοπές στις συντάξεις θα προσθέσουν σε κάθε περίπτωση νέα βάρη. Θα έχουν υφεσιακή επίπτωση στην οικονομία, αλλά θα είναι μέτρα τα οποία θα αποδώσουν σε βάθος χρόνου ώστε οι δανειστές να μην έχουν ένα διαρκές μέτωπο με την Ελλάδα. Η κυβέρνηση επιχειρεί να παρουσιάσει ελαφρύτερο το πακέτο των μέτρων, παρότι αυτά φαίνεται να παραμένουν στο 2% του ΑΕΠ όπως ζητούσε εξ αρχής του ΔΝΤ.
Το ζήτημα είναι τώρα ο χρόνος, και το καλύτερο θα ήταν η Ελλάδα να κινηθεί τάχιστα ώστε να κλείσει ακόμη και πριν τον Απρίλιο την τελική συμφωνία. Πολιτικά, παρά τις δυσκολίες, δεν βλέπω το λόγο ώστε να μην μπορεί να το επωμιστεί η κυβέρνηση. Μπορεί να σηκώσει τα πάντα και το λέω μετά λόγου γνώσεως ότι οι ίδιοι βουλευτές είναι σήμερα εκείνοι που λένε πως δεν θα ψηφίσουν ενώ είχαν ψηφίσει το τρίτο μνημόνιο και την πρώτη αξιολόγηση. Τώρα θα προσπαθήσουν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της προκαταβολικής λήψης των μέτρων λέγοντας ότι αν εφαρμοστούν η οικονομία θα απογειωθεί…
Γιώργος Παγουλάτος, Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Νομίζω ότι δεδομένων των χαμηλών προσδοκιών, η απόφαση του Eurogroup ήταν μια θετική έκβαση. Θετική κατά το ότι επιστρέφουν τα τεχνικά κλιμάκια τα οποία είχαν μπλοκαριστεί, και επιπλέον κατά το ότι υπάρχει συμφωνία ως προς αυτό που αποτελούσε απαράβατο όρο των εταίρων, ότι δηλαδή κυβέρνηση έπρεπε να προνομοθετήσει τα μέτρα πριν να προχωρήσουν οι διαδικασίες. Είναι θετικό επίσης ότι τα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνουν και το ΔΝΤ το οποίο μπορεί να εξασφαλίσει μια καλής ποιότητας αξιολόγηση υπό την έννοια της δυνατότητας ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στο μέλλον.
Από την άλλη πλευρά, εκτός από αυτά η κυβέρνηση δεν πήρε τίποτα. Δεν πήρε ούτε τη βεβαιότητα και τη διασφάλιση του QE παρότι φαίνεται πως το ΔΝΤ θα αρκεστεί σε μια νομική εγγύηση χωρίς να ζητά ποσοστικοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων τώρ, ούτε φυσικά περαιτέρω μείωση χρέους, ούτε όμως απέσπασε τη δέσμευση ότι δεν θα χρειαστεί να νομοθετήσει επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα. Απλώς δήλωσε, και αυτό νομίζω είναι ένας εύσχημος τρόπος για να μπορεί να τα περάσει στο εσωτερικό, ότι αυτά τα μέτρα θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερα. Θα είναι όμως δημοσιονομικά ουδέτερα εν καιρώ, μεσοπρόθεσμα. Δηλαδή εάν πετυχαίνοντας τους στόχους για το 2018-2020, η Ελλάδα καταφέρει να δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο, θα μπορέσει να αντισταθμίσει αυτά τα μέτρα με φορολογικές μειώσεις κλπ.
Πολιτικά δεν πιστεύω ότι η συμφωνία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Δίνοντας έμφαση στα αντισταθμιστικά μέτρα και στην προσδοκία ένταξης στην ποσοτική χαλάρωση, θα μπορούσε η κυβέρνηση να περάσει τη συμφωνία από την κοινοβουλευτική ομάδα. Το βασικό είναι ότι αρχίζει και γίνεται πεποίθηση ότι εάν δεν κλείσει γρήγορα η συμφωνία, οι συνέπειες θα είναι καταστρεπτικές για την οικονομία. Και αυτό εδραιώνεται ως πεποίθηση και στους βουλευτές της κυβέρνησης. Από την πλευρά τους οι εταίροι έδειξαν ότι δεν βιάζονται, και αυτό μεταθέτει το βάρος και την ευθύνη στην κυβέρνηση να κάνει τους αναγκαίους συμβιβασμούς για να κλείσει η αξιολόγηση όσο γίνεται πιο γρήγορα. Νομίζω πως αν η συμφωνία δεν έχει κλείσει μέχρι τον Μάιο, οι συνέπειες θα είναι μη αντιστρέψιμες για την οικονομία. Ο στόχος θα πρέπει να είναι να κλείσει μέχρι το τέλος Μαρτίου και όχι να τραβήξει περισσότερο.
Νίκος Βέττας, Γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί η καθυστέρηση και το σημαντικό κόστος που επωμίστηκε η οικονομία όλους αυτούς τους μήνες, η επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση είναι μια πολύ θετική εξέλιξη. Έχει, όμως, σημασία να μην υπάρξει περαιτέρω χρονοτριβή από εδώ και πέρα γιατί διαφορετικά η Ελλάδα θα είναι και πάλι χαμένη. Από εδώ που βρισκόμαστε ελπίζει κανείς ότι το πρόγραμμα θα τρέξει γρήγορα ώστε η κυβέρνηση να προλάβει το Eurogroup του Απριλίου αλλά και μεταγενέστερα πριν το καλοκαίρι, τις αποφάσεις για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και γενικά τις επενδύσεις. Εκτιμώ ότι οι πιστωτές θα βρουν τις κατάλληλες δεσμεύσεις ότι θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να στηρίξουν τη βιωσιμότητα του χρέους ώστε να αξιοποιηθεί το QE. Είναι σημαντικό να μην επιδεινωθεί το κλίμα.
Υπάρχει επίσης μια ευκαιρία να γίνει μια στροφή από τα περισσότερο δημοσιονομικά μέτρα σε αυτά που και οι δανειστές ονομάζουν περισσότερο διαρθρωτικά μέτρα. Και υπάρχει χώρος για βελτίωση τόσο στην πλευρά της φορολογίας όσο και στο μέτωπο των δαπανών. Η διαπραγμάτευση ελπίζει κανείς ότι θα γίνει κατά τρόπο ώστε ενώ δεν θα υπάρχει μεγαλύτερη δημοσιονομική επιβάρυνση να καταστεί εφικτό να υπάρξει παράλληλα μια περισσότερο αναπτυξιακή διάρθρωση και στους φόρους και στις δαπάνες. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς κάποιο κόστος. Σημαίνει ότι για κάποιους θα μειωθεί το αφορολόγητο ή άλλοι θα υποστούν μείωση των συντάξιμων αποδοχών τους στο μέλλον. Αλλά κατά την άποψή μου αυτά είναι θετικά εφόσον δεν αλλάξει το ισοζύγιο με νέα «καθαρά» μέτρα. Εκτιμώ ότι παρά τις ανησυχίες ότι τέτοια μέτρα θα έχουν υφεσιακή επίπτωση, δεν θα συμβεί αυτό. Αν ρυθμίσουν σωστά τη συμφωνία θα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα γιατί στο σημείο που έχουμε φτάσει τα περισσότερα φορολογικά μέτρα δημιουργούν πίεση στο ΑΕΠ και απώλειες εσόδων.