Του Γιώργου Φιντικάκη
Χωρίς ένα νέο απόλυτα ανταποδοτικό σύστημα τριών πυλώνων, που θα μειώνει κατά 50% τις σημερινές εισφορές κύριας ασφάλισης και θα επενδύει τις εισφορές επικουρικής ασφάλισης, απλά θα περιμένουμε τη νέα μεγάλη κρίση στο ασφαλιστικό, είναι το μήνυμα του Πλάτωνα Τήνιου.
Σχολιάζοντας την ανάγκη για αλλαγή φιλοσοφίας στις συντάξεις, μακριά από μπαλώματα, ιδεοληψίες και το σημερινό αποτυχημένο κρατικίστικο μοντέλο, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά, παρουσίασε από το βήμα της εκδήλωσης του ΚΕΦίΜ «Ελλάδα 2021» τη δική του προσέγγιση, μια πολύ λιγότερο δαπανηρή συνταγή, που με παραλλαγές της εφαρμόζεται σε πλειάδα χωρών, από τη Σουηδία και την Πολωνία έως την Αυστραλία, οι οποίες δεν περίμεναν πρώτα να χρεοκοπήσει το ασφαλιστικό τους και μετά να πάρουν μέτρα.
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι ιδέες που έχει παρουσιάσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δίνοντας προτεραιότητα στους νέους και στην παραγωγή, αξιολογώντας το σύστημα ασφάλισης ως βασική τροχοπέδη και κατανοώντας ότι χωρίς ριζικές αλλαγές στην κοινωνική ασφάλιση, οποιαδήποτε πρόταση ανάκαμψης θα μείνει ευχολόγιο.
Το μοντέλο που έχει επεξεργαστεί ο κ. Τήνιος, από κοινού με τους καθηγητές Μ. Νεκτάριο, Γ. Συμεωνίδη, συνίσταται σε ένα νέο σύστημα τριών πυλώνων για όλους τους ασφαλισμένους, κάτω των 45 ετών.
Στον πρώτο πυλώνα οι εισφορές κύριας σύνταξης μειώνονται στο μισό, ενώ η σύνταξη βασίζεται σε σύστημα ατομικών λογαριασμών, είναι δηλαδή πλήρως ανταποδοτική. Στον δεύτερο πυλώνα, η σημερινή εισφορά 6% θα καταλήγει σε ένα σύστημα ατομικών κεφαλαιοποιητικών λογαριασμών για να επενδυθούν, και να παράξουν εισόδημα. Στο τρίτο πυλώνα, παρέχονται ισχυρά φορολογικά κίνητρα για ατομική αποταμίευση.
Για τους άνω των 45 ετών και τους συνταξιούχους, το νέο σύστημα δεν προβλέπει αλλαγές, ενώ θα παρέχονται εγγυήσεις ότι τα ελλείμματα των ταμείων θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται, όπως σήμερα από την γενική φορολογία.
Κόστος κληρονομιάς και διαχείριση
Κάθε βέβαια μετάβαση συνοδεύεται και από κόστος, και το σημαντικότερο ερώτημα εδώ, αφορά ακριβώς τους υφιστάμενους συνταξιούχους. Στο σημερινό διανεμητικό σύστημα, οι ασφαλισμένοι χρηματοδοτούν με τις εισφορές που καταβάλλουν - 20% για κύρια σύνταξη, και 6% για επικουρική- τις συντάξεις των υφιστάμενων συνταξιούχων.
Από τη στιγμή που η εισφορά κύριας ασφάλισης θα μειωθεί στο μισό, δηλαδή στο 10%, και η εισφορά 6% για επικουρική σύνταξη θα κατευθύνεται σε ένα ατομικό κουμπαρά προς επένδυση, δημιουργείται αυτόματα ένα επενδυτικό κενό.
Είναι το λεγόμενο «κόστος κληρονομιάς», το οποίο η πρόταση εισηγείται να αντιμετωπιστεί ξεχωριστά με αναλογιστικές μελέτες. Στην κατεύθυνση αυτή, ο κ. Τήνιος προτείνει μια σειρά μέτρων, που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν αυτό το κενό, όπως η ενθάρρυνση της επανένταξης των πρόωρα συνταξιοδοτηθέντων στην αγορά εργασίας με θετικά κίνητρα (προσαύξηση σύνταξης, αλλαγή της εργασιακής νομοθεσίας) ή αντικίνητρα (εισφορά στη σύνταξη μέχρι την συμπλήρωση των 67). Ούτως ή άλλως οι παλαιοί συνταξιούχοι, δηλαδή οι άνω των 45 ετών, θα συνεχίσουν να εισπράττουν ένα μείγμα παλαιών και νέων συντάξεων αναλόγως των ετών ασφάλισης στο καθένα. Καθώς όμως οι ρυθμίσεις του νέου συστήματος είναι αυστηρότερες, αναμένεται ταχεία αποκλιμάκωση των ελλειμμάτων όταν αυτό το «κόστος κληρονομίας» αρχίζει να εκλείπει.
Έτερο ερώτημα αφορά το ποιος θα διαχειρίζεται τον «κουμπαρά» με τις προς επένδυση εισφορές 6%. Το μοντέλο που έχει επεξεργαστεί ο κ. Τήνιος προβλέπει ότι τουλάχιστον την πρώτη πενταετία, ο διαχειριστής θα είναι μια κρατική ΑΕΔΑΚ, ωστόσο από εκεί και πέρα θα πρέπει να μπουν στο παιχνίδι και ιδιωτικά σχήματα.
Το μήνυμα εν πάσει περιπτώσει είναι ότι αν οι συντάξεις ευθύνονται για την κρίση, τότε καμιά έξοδος δεν θα είναι βιώσιμη αν δεν τις αλλάξει ριζικά, όπως αναφέρει ο κ. Τήνιος περιγράφοντας ένα μοντέλο «Συντάξεων για Νέους».
Στα οφέλη του νέου μοντέλου, θα είναι σύμφωνα με τον κ. Τήνιο, η τόνωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, η ενίσχυση των κινήτρων για εργασία και αποταμίευση, αλλά και η σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απέναντι στο Ασφαλιστικό.
Τα συσσωρευμένα αποθεματικά με απόδοση 3% εκτιμάται ότι θα προσεγγίσουν κατά την πρώτη δεκαετία τα 50 δισ. ευρώ και μέχρι το 2060 θα μπορούσαν να έχουν ανέλθει στα 400 δισ. ευρώ, πόροι που θα διατίθενται για επενδύσεις και ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας.
Μόνο και μόνο η αντιστροφή της αναιμικής ανάπτυξης οδηγεί σε μέσες συντάξεις μέχρι και 50% υψηλότερες ως το 2030.
Τα παραπάνω μεταφράζονται επίσης σε μείωση του αφανούς χρέους του Ασφαλιστικού τουλάχιστον ισόποσα με το αποθεματικό που θα σωρεύεται, σε ενίσχυση της διαφάνειας μέσω της αποκάλυψης του κρυφού χρέους του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο σύμφωνα με τα στοιχεία της επίσημης προβολής εκτιμάται στα 350 δισ. ευρώ, ή 2 φορές το ΑΕΠ.