Χοντραίνει η «κόντρα» COSCO και Ελληνικού Δημοσίου για το θέμα του ΟΛΠ. Η κινεζική εταιρεία επανήλθε εκ νέου στο αίτημά της για τη διάθεση του 16% των μετοχών του ΟΛΠ, καίτοι δεν έχει παρέλθει η σχετική περίοδος που προβλέπεται στα συμβατικά κείμενα. Η Cosco τα έχει βρει δύσκολα στον Πειραιά, και τώρα πιέζει, μέσω του ΤΑΙΠΕΔ που αποτελεί τον αντισυμβαλλόμενο της, την κυβέρνηση να δώσει λύση στο θέμα.
Η επιστολή που απέστειλε στο ΤΑΙΠΕΔ στις 23 Νοεμβρίου 2020 και η οποία κοινοποιείται στους αρμόδιους υπουργούς Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρα και Ναυτιλίας Γ. Πλακιωτάκη, δείχνει την τεταμένη κατάσταση που έχει προκληθεί στο λιμάνι του Πειραιά. Η κινεζική εταιρεία νοιώθει να πιέζεται, τόσο από το γεγονός ότι η Ελληνική γραφειοκρατία δεν κάνει την δουλειά της, όσο και από το γεγονός ότι η κοινωνία του Πειραιά αρχίζει να αντιδρά ισχυρά στις καθημερινές πρακτικές της κινεζικής επιχείρησης.
Αναφορικά με την ελληνική γραφειοκρατία, είναι σίγουρο ότι η ίδια δεν ανταποκρίθηκε όπως πρέπει για άλλη μια φορά. Τo βασικό επιχειρηματικό σχέδιο της εταιρείας (Master Plan), όπως αναφέρουν καλά ενημερωμένες πηγές, πήγε και ήρθε τα προηγούμενα χρόνια πολλές φορές και χρειάστηκε τρία χρόνια για την έγκρισή της.
Από τον Ιούνιο του 2016 που κυρώθηκε στην Βουλή, τελικά το master plan της εταιρείας, «μισό-εγκρίθηκε» από την Επιτροπής Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Λιμένων (ΕΣΑΛ) τον Σεπτέμβριο του 2019. Ο όρος «μισο-εγκρίθηκε» σημαίνει ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν σημαντικοί αστερίσκοι που καθιστούν ανέφικτη την υλοποίησή του.
Σημειώνεται ότι η έγκριση του προαναφερόμενου σχεδίου έγινε με πολλές αλλαγές και υποσημειώσεις. Για παράδειγμα αφαιρέθηκε η δημιουργία εμπορικού κέντρου και ξενοδοχείων στον επιβατικό λιμένα του Πειραιά. Επίσης αστερίσκοι μπήκαν στην κατασκευή του προβλήτα 4 που θέλει να δημιουργήσει η Cosco στο σημερινό car terminal, στη δημιουργία ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης στο Πέραμα, στην δημιουργία ναυπηγείο για mega-yachts κ.ο.κ. Πρόκειται για δραστηριότητες που δεν υπήρχαν στην αρχική σύμβαση των δύο πλευρών και η οποία θίγει τοπικά επιχειρηματικά συμφέροντα.
Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με το βαρύ κλίμα που δημιουργήθηκε σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες για την κινεζική επέκταση ανά τον κόσμο, δεν άργησε να φέρει τη σύγκρουση. Δεν είναι τυχαίο ότι το Εμπορικό & Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Πειραιά (ΕΒΕΠ), που στο παρελθόν είχε ταχθεί αναφανδόν υπέρ της επένδυσης της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά, πλέον τάσσεται υπερ της τοπικής επιχειρηματικής κοινότητας. Όπως αναφέρουν στελέχη του ΕΒΕΠ, η «νέο-αποικιοκρατική» συμπεριφορά της κινεζικής εταιρείας, οδηγεί σε αφανισμό την τοπική επιχειρηματική κοινότητα.
Tα ίδια ακούστηκαν και στο Ναυτικό Επιμελητήριο Ελλάδος, αλλά και από εφοπλιστικούς κύκλους. Οι τελευταίοι σημειώνουν ότι παρά τα προβλήματα που σημειώθηκαν κατά την πανδημική κρίση, η εταιρεία ουτε καν διανοήθηκε να μειώσει τα τέλη ελλιμενισμού των σκαφών. Φυσικά οι γκρίνιες αυτές έφτασαν και στο δημοτικό συμβούλιο του δήμου της πόλης. Πρόσφατα μάλιστα ο πρώτος σε ψήφους σύμβουλος του Δημοτικού Συμβουλίου, Ευ. Μαρινάκης, καταφέρθηκε των πρακτικών της Cosco, σημειώνοντας ότι η χώρα και ο Πειραιάς δεν θα δει κανένα καλό από την κινεζική εταιρεία.
Ο Δήμος Πειραιά έλαβε απόφαση να απαγορεύσει την διέλευσή των φορτηγών της κατασκευάστριας εταιρείας που πραγματοποιεί τις εργασίες επέκτασης του λιμένα κρουαζιέρας. Οι εργασίες μάλιστα γίνονταν χωρίς να έχουν λάβει έγκριση οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του έργου. Τέλος αξίζει να σημειωθεί και η καταγγελία που έγινε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εξαιτίας του διορισμού από την Cosco του ίδιου προσώπου στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου, τόσο στην εισηγμένη εταιρεία ΟΛΠ, όσο και στην 100% θυγατρική Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά (ΣΕΠ) ΑΕ.
Η απόφαση του δήμου να απαγορεύσει την διέλευση των φορτηγών από τους δρόμους του δήμου, μετέτρεψε το «ανταρτοπόλεμο» σε «τακτικό πόλεμο». Η Cosco με επιστολή της προς τους αρμόδιους υπουργούς, διαμαρτυρήθηκε για το «μπλόκο» των φορτηγών του υπεργολάβου της. Η κίνηση αυτή οδήγησε σε έκτακτη σύγκληση του Δημοτικού Συμβουλίου και να προχωρήσει σε έκδοση την περασμένη Παρασκευή ψηφίσματος, με το οποίο εκφράσθηκε τη δυσαρέσκειά του για τις πρακτικές της Cosco, την αναποτελεσματικότητα του κράτους και σημείωσε ότι θα εξετάσει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο για την απαγόρευση της κυκλοφορίας των φορτηγών της Cosco μέσα στο κέντρο του Πειραιά.
Μετά από αυτό, η Cosco μη έχοντας άλλο έννομο εργαλείο για να πιέσει τη κατάσταση, πέρα από τη σύμβαση της με το ΤΑΙΠΕΔ, απέστειλε την επιστολή της περασμένης Δευτέρας (23.11.2020), μέσω της οποίας ζητεί εκ νέου την μεταβίβαση του 16%. Αυτό συμβαίνει, παρά το γεγονός ότι η προθεσμία που έχουν συμφωνήσει οι δύο πλευρές, εκπνέει τον Αύγουστο του 2021.
Το πιο σημαντικό είναι ότι, όπως αναφέρουν καλά ενημερωμένες πηγές, από τις δεσμευτικές επενδύσεις ύψους 270 εκατ. ευρώ, είναι ζήτημα αν έχει υλοποιηθεί το 10% έως 20%. Κατά συνέπεια, είναι φως φανάρι, ότι η εταιρεία δεν προλαβαίνει μέχρι την επόμενο Αύγουστο να τις περαιώσει. Κατά συνέπεια η προθεσμία θα παρέλθει άπρακτη.
Αντίστοιχο αίτημα για το 16% των μετοχών είχε εκφράσει η εταιρεία και τον Μάιο του 2019. Η κινεζική εταιρεία με τα αιτήματα αυτά, ουσιαστικά αποδίδει επισήμως τις καθυστερήσεις που σημειώνονται στο επενδυτικό της πρόγραμμα στην πλευρά του Ελληνικού Δημοσίου. Με τον τρόπο αυτό η εταιρεία ουσιαστικά «χτίζει» διεκδικήσεις σε μια πιθανή μελλοντική διαιτησία στην οποία θα προσφύγει, εφόσον κάτι δεν εξελιχθεί καλά. Είναι ο εύλογος μοχλός πίεσης που διαθέτει στην παρούσα συγκυρία, όπου η χώρα, παρά τα δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης, δεν είναι σε θέση να καταβάλει υπέρογκες αποζημιώσεις.
Αυτό διακρίνεται άλλωστε και από το γεγονός ότι το επιπλέον 16% του ΤΑΙΠΕΔ που διεκδικεί η Cosco, δεν πρόκειται να της λύσει τα προβλήματα που έχει με τον Δήμο αλλά και την επιχειρηματική κοινότητα του Πειραιά. Ακόμη και το 100% του ΟΛΠ να αποκτήσει, τα προβλήματα αυτά δεν πρόκειται να επιλυθούν. Ωστόσο, μέσω του ΤΑΙΠΕΔ η κινεζική εταιρεία, πρακτικά πιέζει την κυβέρνηση και το Μέγαρο Μαξίμου.
Ετσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, μόνον με συνεννόηση Αθήνας και Πεκίνου, μπορεί να επανέλθει η νηνεμία. Αυτό αναγνώρισε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου για τις σχέσεις ελληνικού κράτους και Cosco, είπε ότι οι «κάποιες επενδύσεις» έχουν μείνει πίσω και ότι το πρόβλημα θα επιλυθεί, καθώς αυτό είναι προς το συμφέρον των δύο πλευρών. Η κινεζική εταιρεία θα πρέπει να αντιπαρέλθει του ρόλου του «αυτοκράτορα» στο λιμάνι και συνεργαστεί με την τοπική κοινότητα για τον μετασχηματισμό του λιμένα σε πραγματικό κέντρο εμπορευμάτων (hub logistics).
Παράγοντες της αγοράς εναποθέτουν ελπίδες και στην αλλαγή φρουράς στην Ουάσιγκτον. Θεωρούν ότι η άνοδος στην εξουσία του Τζο Μπαϊντεν, ως ένα βαθμό θα αποδαιμονοποιήσει το Πεκίνο ως την πηγή των κακών που συμβαίνουν στις ΗΠΑ, αλλά και στον δυτικό κόσμο. Έτσι θα μπορέσουν και οι σύμμαχοι τους, συμπεριλαμβανομένου της Ελλάδας να πάρουν «ανάσα» στις σχέσεις τους με την ανερχόμενη υπερδύναμη του πλανήτη.