Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ο αντιπρόεδρος της κινεζικής κυβέρνησης Λιου Χε προσγειώνεται σήμερα στην Ουάσινγκτον στον απόηχο των απειλών του Ντόναλντ Τραμπ για την επιβολή επιπρόσθετων δασμών σε κινεζικά προϊόντα. Το κλίμα στις αγορές είναι τεταμένο καθώς από την έκβαση των συνομιλιών θα εξαρτηθούν σε σημαντικό βαθμό οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας αλλά και η διάθεση των επενδυτών να αναλάβουν ρίσκο.
Τα χρηματιστήρια εμφανίζουν ακραίες διακυμάνσεις κάθε φορά που βλέπει το φως της δημοσιότητας κάποια είδηση ή φημολογία για τις διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Κίνας, οι επενδυτές τρέχουν να προστατευθούν σε ασφαλή καταφύγια και οι δισεκατομμυριούχοι του πλανήτη βάζουν στην άκρη μετρητά για ώρα ανάγκης. Αυτό είναι το σκηνικό που επικρατεί σήμερα στις παγκόσμιες αγορές υποδεικνύοντας ότι οι ανησυχίες για την παγκόσμια οικονομία είναι σοβαρές.
Σύμφωνα με την UBS, οι ζάπλουτοι πελάτες της επιλέγουν να διατηρούν το 32% των χαρτοφυλακίων τους σε μετρητά που είναι ένδειξη αυξημένης ανησυχίας, καθώς τα μετρητά είναι χρήσιμα για άμεση ρευστότητα αλλά μακροπρόθεσμα δεν αποτελούν την πιο ασφαλή τοποθέτηση. Την ίδια ώρα, οι επενδυτές της αγοράς ομολόγων επιλέγουν τους πιο ασφαλείς τίτλους οδηγώντας τις αποδόσεις των γερμανικών 10ετών κρατικών ομολόγων σε αρνητικό έδαφος.
Στο μεταξύ, ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan, Τζέιμι Ντάιμον, εκτίμησε με δηλώσεις του στο πρακτορείο Bloomberg, στο περιθώριο του συνεδρίου της τράπεζας στην Κίνα, ότι οι πιθανότητες να επιτευχθεί εμπορική συμφωνία είναι 80%. Ο επικεφαλής του αμερικανικού τραπεζικού κολοσσού χαρακτήρισε φυσιολογικό τον φόβο και τις υπερβολικές αντιδράσεις των επενδυτών καθώς ο κίνδυνος να μην καταλήξουν σε συμφωνία ΗΠΑ και Κίνα έχει διπλασιαστεί. Όπως τόνισε ο Ντάιμον, οι αγορές δεν φοβούνται μόνο για τον άμεσο αντίκτυπο αλλά για τις ευρύτερες επιπτώσεις, αφού αν έρθουν τα πάνω κάτω στο παγκόσμιο εμπόριο θα επηρεαστεί ολόκληρος ο πλανήτης.
Μία ακόμη ένδειξη των ανησυχιών είναι οι αρνητικές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα γερμανικά. Από το 2016 είχαν τα 10ετή γερμανικά κρατικά ομόλογα να υποχωρήσουν σε αρνητικό έδαφος, όμως τότε ήταν το QE που συμπίεζε τις αποδόσεις. Τώρα που το QE έχει σταματήσει, οι επενδυτές εδώ και σχεδόν δύο μήνες προτιμούν να πληρώνουν το γερμανικό δημόσιο να «φυλάει» τα χρήματά τους αντί να αναζητούν αποδόσεις.
Είναι προφανές πως υπό φυσιολογικές συνθήκες οι επενδυτές αναζητούν ευκαιρίες που θα επιφέρουν κέρδη και όχι απόδοση -0,05% που δίνουν σήμερα οι γερμανικοί τίτλοι για 10 χρόνια. Μέσα στο 2019 τα κρατικά ομόλογα της Ευρώπης που εμφανίζουν αρνητικές επιδόσεις έχουν αυξηθεί αγγίζοντας τα 10 τρισ. ευρώ. Ενδεικτικά, από τις 22 Μαρτίου μέχρι σήμερα τα γερμανικά 10ετή εμφανίζουν αρνητικές επιδόσεις με μικρά διαλείμματα.
Τι θα γίνει στην περίπτωση που καταρρεύσουν οι συνομιλίες;
Αναλυτές εκτιμούν ότι η εμπορική διένεξη έχει επηρεάσει περισσότερο την ψυχολογία των επενδυτών και λιγότερο την παγκόσμια οικονομία μέχρι στιγμής. Η Capital Economics αναφέρει ότι η αύξηση των δασμών κατά 25% σε προϊόντα ύψους 200 δισ. δολαρίων θα επηρεάσει το κινεζικό ΑΕΠ κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα. Στην περίπτωση που οι δασμοί του 25% επεκταθούν και στα υπόλοιπα προϊόντα που εξάγει η Κίνα στις ΗΠΑ, τότε το κινεζικό ΑΕΠ θα δεχθεί πλήγμα 0,3 ποσοστιαίων μονάδων. Για τις ΗΠΑ, ωστόσο, οι επιπτώσεις θα είναι περιορισμένες, αφενός γιατί δεν έχουν την ίδια σημασία οι εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα και αφετέρου διότι η Κίνα... ξεμένει από αντίποινα, ήτοι από προϊόντα που μπορεί να φορολογήσει.
Αυτό που πραγματικά ανησυχεί είναι το κλίμα στις αγορές. Όπως επισημαίνει η Capital Economics, οι επενδύσεις ρίσκου έχουν υποχωρήσει μετά τις απειλές του Τραμπ όμως δεν έχουν επιστρέψει στα χαμηλά του περασμένου καλοκαιριού που σημαίνει ότι έως ένα βαθμό το βασικό σενάριο παραμένει η θετική έκβαση των συνομιλιών. Αν τα πράγματα δεν εξελιχθούν ομαλά οι κινεζικές αρχές αναμένεται να εφαρμόσουν νέα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας, ενώ τα κύματα ανησυχίας θα αναγκάσουν την Fed και την ΕΚΤ να γίνουν ακόμη πιο επιφυλακτικές σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής.
Όσο για την ελληνική οικονομία, η επιδείνωση του κλίματος την ώρα που προσπαθεί να ανακάμψει μόνο κακό μπορεί να κάνει. Η ενίσχυση της αποστροφής κινδύνου θα οδηγήσει σε άνοδο τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων – όσο αυτά παραμένουν στην κατηγορία «junk» - ενώ πιθανή επιβράδυνση της οικονομίας της Ευρωζώνης ως αποτέλεσμα του εμπορικού πολέμου θα έπληττε τις εξαγωγές και κατ'' επέκταση την ανάπτυξη.