Η 31η Δεκεμβρίου πλησιάζει επικίνδυνα αλλά συμφωνία για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, δηλαδή ελλείμματα και χρέος, που θα ισχύσουν στην Ευρώπη από το 2024, δεν έχει επιτευχθεί. Πρωταγωνιστής φυσικά η Γερμανία, που παρά τη «τρύπα» 17 δισ. ευρώ στον επόμενο προϋπολογισμό, πιέζει για αυστηρότερους κανόνες.
Η είδηση για εμάς είναι ότι για πρώτη φορά έχουμε την πολυτέλεια να βλέπουμε την Ευρώπη να τσακώνεται αλλά για τα ελλείμματα των… άλλων. Ανήκουμε ξανά στις εξαιρέσεις, αλλά αυτή τη φορά στις καλές.
Η συζήτηση για το έλλειμμα αφορά την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, αλλά όχι την Ελλάδα που με πρωτογενές πλεόνασμα 1,9% φέτος και στόχο για 2,1% του χρόνου, παρακολουθεί με ψυχραιμία ένα σκληρό παζάρι, που κάποτε το τρέμαμε.
Ίσως, τώρα που βάλαμε τα του οίκου μας σε τάξη και δεν είμαστε εμείς το πρόβλημα, να μπορούμε να καταλάβουμε και πώς ένιωθαν κάποτε οι άλλοι, σχολιάζοντας μέσα στη δημοσιονομική τους ασφάλεια τις δικές μας περιπέτειες.
Δεν μας αφορά ωστόσο η διαπραγμάτευση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, με επικεφαλής τους Γερμανούς στο ένα και τους Γάλλους - Ιταλούς στο άλλο;
Ασφαλώς και μας επηρεάζει, αλλά όχι όπως κάποτε. Αυτό που περιμένουμε να μάθουμε είναι αν θα μας δοθούν περιθώρια για μεγαλύτερη χαλάρωση του ζωναριού από εκείνα που έχουμε ήδη πετύχει τα τελευταία χρόνια με την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική προσπάθεια που έχουμε καταφέρει.
Τα καλά νέα είναι ότι το πάγιο αίτημα των ελληνικών κυβερνήσεων για εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τη διαδικασία υπολογισμού του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος φαίνεται να συγκεντρώνει πλέον τη συναίνεση πολλών άλλων κρατών μελών. Κι αυτό, γιατί η Ελλάδα συνέδεσε για πρώτη φορά τις αμυντικές της δαπάνες με την ευρωπαϊκή ασφάλεια και το Μεταναστευτικό, κάτι που δεν είχε κάνει στο παρελθόν.
Στα μνημόνια, για το ίδιο ακριβώς αίτημα εισπράτταμε ένα μόνιμο «όχι» από τους εταίρους μας με το επιχείρημα ότι ξοδεύουμε μεγάλα κονδύλια για μισθούς και συντάξεις των στρατιωτικών.
Τελευταία παρτίδα για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας είναι η αυριανή και μεθαυριανή Σύνοδο Κορυφής. Στην προτελευταία, το Ecofin της περασμένης Παρασκευής, δεν κατέστη εφικτό να γεφυρωθούν οι διαφωνίες.
Το Βερολίνο επιμένει οι νέοι κανόνες να αφορούν ελλείμματα από το 2024 κάτω του 3% (όταν το Παρίσι προβλέπει 4,4% για του χρόνου και η Ρώμη 4,2%), με το επιχείρημα να δημιουργείται απόθεμα ασφάλειας για την κάλυψη απροσδόκητων γεγονότων. Μια εξέλιξη που προφανώς θα περιόριζε τα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών για μερικές από τις μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ.
Η συμβιβαστική πρόταση της Ισπανίας προβλέπει ότι χώρες με χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να κρατούν τα ετήσια ελλείμματά τους στο 1,5%. Στη μέση, έχουμε την πρόταση της Κομισιόν, σύμφωνα με την οποία η αύξηση των πρωτογενών δαπανών θα ορίζεται σε χαμηλότερο ρυθμό από τον αναμενόμενο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, ώστε η χώρα να μπαίνει σε τροχιά μείωσης του χρέους της.
Η Γερμανία από την πλευρά της ζητά να προστεθούν «δικλείδες ασφαλείας» στην πρόταση των Βρυξελλών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα κράτη-μέλη με υπερβολικό χρέος, θα το μειώνουν όντως κατά ένα μίνιμουμ ποσοστό ετησίως.
Κι αν παρά τις διαβεβαιώσεις Γερμανών και Γάλλων πως «τα έχουν βρει κατά 92%-95%», δεν υπάρξει συμφωνία; Τότε, επανέρχεται από 1ης Ιανουαρίου 2024 το παλιό Σύμφωνο Σταθερότητας, εκείνο που είχε ανασταλεί λόγω της πανδημίας Covid 19 και που σημαίνει ότι πολλές χώρες θα βρεθούν αυτόματα αντιμέτωπες με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος.
Σενάριο που συνεπάγεται λιτότητα για τους απείθαρχους, που κανείς δεν θα ήθελε ειδικά τώρα, σε μια χρονιά ευρωεκλογών, με την Ακρα Δεξιά να καλπάζει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες - κάτι που οι Γερμανοί γνωρίζουν καλά, όταν το AfD είναι σταθερά 2o κόμμα στις δημοσκοπήσεις- όπως συμβαίνει και όσο καθυστερεί η νέα Συμφωνία για το Μεταναστευτικό.
Ίσως λοιπόν, όντως να βρεθεί σύντομα λύση και να κλείσει εντός του 2023 ένα θέμα, το οποίο για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία δεν επηρεάζει καθοριστικά την Ελλάδα.
Αυτό βέβαια ισχύει όσο παραμένουμε προσηλωμένοι στο δρόμο των πρωτογενών πλεονασμάτων, όσο τρέχουμε μεταρρυθμίσεις, αξιοποιούμε τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλάζουμε σταδιακά παραγωγικό μοντέλο, κινούμαστε προς τα εμπρός. Εφόσον εκμεταλλευτούμε τα οκτώ χρόνια που έχουμε μπροστά μας, το διάδρομο που μας προσφέρει η διευθέτηση του χρέους και το πάγωμα των τόκων έως το 2032.
Έχει ενδιαφέρον ότι οι αναλυτές όλων των μεγάλων οίκων συμφωνούν πώς για πρώτη φορά οι προοπτικές των χωρών της Νότιας Ευρώπης είναι καλύτερες από εκείνες του Βορρά.
Ένας βασικός λόγος; «Ότι η Βόρεια Ευρώπη βασίστηκε για την ανάπτυξη της επί δεκαετίες στη βαριά βιομηχανία από την οποία τώρα λείπει κάτι ουσιαστικό, η φθηνή ενέργεια. Το πλεονέκτημα τους, έγινε τώρα μειονέκτημα. Αντίθετα, η Ν. Ευρώπη που έχει πιο asset lights οικονομίες, μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα το πρόβλημα», όπως είπε χθες στο OT Forum, ο Ευάγγελος Μυτιληναίος.
Ένας άλλος επίσης λόγος είναι ότι η Ν. Ευρώπη, μετά τις πικρές εμπειρίες της δεκαετίας του 2010 (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία), έχει ενσωματώσει τις αξίες περί τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων, που κάποτε ήταν προνόμιο μόνο του «πειθαρχημένου» Βορρά και δη της Γερμανίας.
Το πρόβλημα όπως έγραψαν πρόσφατα και γερμανικά μέσα ενημέρωσης (Süddeutsche Zeitung), είναι ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης δεν έχει έναν υπουργό Οικονομικών, αλλά τρεις.
Ο πρώτος, ο Όλαφ Σολτς (Σοσιαλδημοκράτης), κατείχε παλαιότερα το αξίωμα, ο δεύτερος, ο Κρίστιαν Λίντνερ (Φιλελεύθερος) το ασκεί σήμερα και ο τρίτος, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ (Πράσινοι) θα ήθελε να το έχει αναλάβει ο ίδιος. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι οι τρεις άνδρες δεν θέλουν τα ίδια.
Και κάπως έτσι η γερμανική Bild έφτασε να αυτοτρολάρεται και να φιλοξενεί δηλώσεις του Παναγιώτη Λαφαζάνη που συστήνει στους Γερμανούς την πώληση νησιών τους με πρωτοσέλιδο τίτλο «Χρεοκοπημένοι Γερμανοί, πουλήστε τα νησιά σας».