Τυφλή διαπραγμάτευση για σοβαρές αποφάσεις

Τυφλή διαπραγμάτευση για σοβαρές αποφάσεις

Του Βασίλη Γεώργα

Η πιο κρίσιμη χρονιά των μνημονίων ξεκίνησε, με την Ελλάδα να πορεύεται παντελώς στα τυφλά και την κυβέρνηση να έχει φορτωθεί στην πλάτη την ευθύνη για μια νέα κρίση εμπιστοσύνης με τους πιστωτές.

Αν οι κρίσιμες αποφάσεις καθυστερήσουν όπως λέγεται μέχρι τον Μάρτιο και το ελληνικό πρόβλημα εμπλακεί στον πολιτικό κύκλο των ισχυρών της ευρωζώνης, θα επιβεβαιωθούν οι Κασσάνδρες που υποστηρίζουν πως η χώρα μοιάζει ήδη να βρίσκεται στον δρόμο της πολιτικής διαπραγμάτευσης ενός τέταρτου προγράμματος διάσωσης και όχι σε αυτόν της εξόδου από τα μνημόνια.

Με βαλτωμένη την καθοριστική 2η αξιολόγηση που θα έπρεπε να έχει κλείσει εδώ και τρεις μήνες, με παγωμένα τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, με ερωτηματικό για το χρόνο ένταξης των ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, και εν τέλει με άγνωστη την κατάληξη της διελκυστίνδας για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα δημοσιονομικά μέτρα που θα τα διασφαλίζουν, θα χρειαστεί ένα θαύμα ώστε αυτή η νέα περιπέτεια να τελειώσει με επιδερμικές αμυχές για τη χώρα.

Το ενδεχόμενο να οδηγηθούμε σε λήψη πρόσθετων μέτρων ύψους 150-300 εκατ. ευρώ εκατ. ευρώ το 2018 προκειμένου να κλείσει το δημοσιονομικό κενό εκείνης της χρονιάς, αλλά κυρίως η απαίτηση των πιστωτών για την δραστική μείωση του αφορολόγητου ορίου σε συνδυασμό με την εξειδίκευση του «κόφτη» στις συνταξιοδοτικές δαπάνες ώστε να διασφαλιστεί η επίτευξη του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων τη διετία 2019-2020, είναι οι μήτρες από τις οποίες θα γεννηθούν επιπλέον επώδυνες δεσμεύσεις και θα ενταχθούν στο αναθεωρημένο ή σε ένα νέο μνημόνιο.

Ακόμη και αν όλη αυτή η καθυστέρηση αποδειχθεί ένα άριστα σκηνοθετημένο «κόλπο», η εξέλιξη των πραγμάτων δείχνει πως θα βρεθούμε σύντομα μπροστά σε νέα επώδυνα μέτρα τα οποία πολύ πιθανόν θα συνδεθούν με τις «αιρεσιμότητες» της επιδιωκόμενης ελάφρυνσης χρέους για την μετά το 2018 περίοδο.

Θεωρητικά ο πρώτος στόχος της κυβέρνησης είναι πλέον να επαναφέρει τους δανειστές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μέσα στον Ιανουάριο, επιτυγχάνοντας παράλληλα και την  ενεργοποίηση των βραχυπρόθεσμων παρεμβάσεων για τη μείωση του χρέους που πάγωσαν μετά την μονομερή αξιοποίηση της υπέρβασης των πρωτογενών πλεονασμάτων του 2016. Συμφωνία για το σύνολο των θεμάτων θεωρείται δύσκολο να επιτευχθεί πριν το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου.

Το Euro Working Group της ερχόμενης Πέμπτης 12 Ιανουαρίου είναι ωστόσο διπλά σημαντικό για την Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να λάβει ουσιώδεις αποφάσεις, εκεί θα τεθούν οι βάσεις για να «ξεκλειδώσουν» τα βραχυπρόθεσμα μέτρα του χρέους αλλά κυρίως σε αυτό το τραπέζι θα ακουστεί για πρώτη φορά επίσημα από τις ενδιαφερόμενες πλευρές ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα δεν αρκούν για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Χωρίς να επιτυγχάνεται στα χαρτιά η βιωσιμότητα του χρέους, ούτε το ΔΝΤ ούτε η ΕΚΤ θα είναι σε θέση να καταλήξουν σε θετικές αξιολογήσεις για το χρέος ώστε ακόμη και αν ολοκληρωθεί έγκαιρα η αξιολόγηση, να προχωρήσει η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση και εν συνεχεία η προετοιμασία εξόδου στις αγορές. 

Ήδη η ΕΚΤ έχει αρχίσει να πιέζει με τον τρόπο της το Βερολίνο προς την κατεύθυνση της αποσαφήνισης των λεγόμενων «μεσοπρόθεσμων μέτρων» για το χρέος. Δηλαδή της εξειδίκευσης και της ποσοτικοποίησης των παρεμβάσεων που θα γίνουν από τους ευρωπαίους μετά το 2018 προκειμένου να διευκολυνθεί περαιτέρω η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους και κυρίως να αντιμετωπιστεί η πολύ δύσκολη τριετία 2022-2024 οπότε και πρέπει να αποπληρωθούν τόκοι άνω των 66 δισ. ευρώ από την Ελλάδα υπό τα σημερινά χαμηλά επίπεδα επιτοκίων.

Το μέγεθος της ελάφρυνσης του χρέους θα είναι σε κάθε περίπτωση αντιστρόφως ανάλογο του ύψους και του χρόνου διάρκειας των πρωτογενών πλεονασμάτων στα οποία θα συμφωνήσει η Ελλάδα με τους πιστωτές της. Αυτό σημαίνει ότι αν οι δανειστές θελήσουν να ασκήσουν υπερβολική πίεση στην Ελλάδα, μπορούν να κρίνουν ότι ο στόχος της βιωσιμότητας του χρέους επιτυγχάνεται χωρίς μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις για το χρέος, αλλά μόνο με την δέσμευση της χώρας ότι θα πάρει όσα μέτρα απαιτούνται (το ΔΝΤ τα έχει ποσοτικοποιήσει σε επιπλέον 4,5 δισ. ευρώ) ώστε να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα κάθε χρόνο. Είναι προφανές πως με τέτοιες μη ρεαλιστικές παραδοχές το μπαλάκι θα κυλήσει ακόμη πιο πέρα.

Με δεδομένο ότι ο στόχος έχει τεθεί στο 3,5% για το 2018 και θα διατηρηθεί σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup για «μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα» προκειμένου ένα μεγάλο μέρος του χρέους να αποπληρώνεται με εσωτερικούς πόρους, λίγη σημασία έχει ως προς το μέγεθος των νέων δημοσιονομικών μέτρων που καλείται να λάβει τώρα η Ελλάδα αν θα έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα τρία, πέντε ή δέκα χρόνια. Τα μέτρα αυτά θα ληφθούν σε κάθε περίπτωση ακόμη και αν η κυβέρνηση υποστηρίζει πως ο στόχος του 3,5% επιτυγχάνεται το 2018 χωρίς πρόσθετες περικοπές και φόρους.

Στην παρούσα φάση έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία αν το σύνολο των πόρων αυτών (3,5% του ΑΕΠ είναι πάνω από 6,3 δισ. ευρώ) θα κατευθύνεται αποκλειστικά σε αποπληρωμή του χρέους φεύγοντας στο εξωτερικό, ή αν ένα τμήμα τους (1% του ΑΕΠ προτείνει η κυβέρνηση) θα ανακυκλώνεται εντός της ελληνικής οικονομίας ώστε με στοχευμένες μειώσεις φόρων, να ενισχυθεί η ανάκαμψη της οικονομίας.

Διαβάστε ακόμα:

Συνάντηση Τσακαλώτου - Sapin για το κλείσιμο της αξιολόγησης