Οι χθεσινές ανακοινώσεις της Fed έγιναν εν μέσω της πιο επικίνδυνης αναταραχής μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Μετά τη διήμερη συνεδρίαση της Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς της Τράπεζας ο πρόεδρος Τζερόμ Πάουελ έδωσε την καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου προκειμένου να δώσει τις συνισταμένες και τους στόχους της απόφασης για μια ήπια αύξηση επιτοκίων κατά επιπλέον 25 μονάδες βάσης. Το νέο εύρος των επιτοκίων λοιπόν θα είναι 4,75%-5,00%, επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις αναλυτών και επενδυτών.
Ο Πάουελ πήρε τον χώρο από τις πρόσφατες μακροοικονομικές ανακοινώσεις-περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ- και αποφάσισε να κινηθεί προσεκτικά προκειμένου να μην πυροδοτήσει νέες ανησυχίες για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο αλλά και να μην αφήσει ελεύθερο πεδίο στις πληθωριστικές πιέσεις.
Η συνέντευξή Τύπου είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ειδικά για τη μερίδα των αναλυτών που ποντάρουν ότι η χθεσινή αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης θα είναι και η τελευταία για τη Fed.
Αν και πράγματι υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στη ρητορική της FOMC, ως στήλη δεν θεωρούμε όπως θα αιτιολογήσουμε στη συνέχεια ότι προαναγγέλει το τέλος της νομισματικής σύσφιξης. Αναμφίβολα όμως αποτελεί μια επαναξιολόγηση της στρατηγικής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας μετά τα γεγονότα των τελευταίων 15 ημερών.
Βλέπετε η κρίση των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ ανάγκασε τον Πάουελ να υιοθετήσει μια τελείως διαφορετική ορολογία σε σχέση με την προ δεκαπενθημέρου ομιλία του στο Κογκρέσο, όπου υπερθεμάτισε ότι ο υψηλότερος του αναμενόμενου πληθωρισμός πιθανότατα θα αναγκάσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να αυξήσει τα επιτόκιά της υψηλότερα και πιθανώς ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν.
Καταρχάς από τη δήλωση πολιτικής της FOMC αφαιρέθηκε η αναφορά «οι συνεχιζόμενες αυξήσεις στα επιτόκια θα είναι οι κατάλληλες». Επρόκειτο για μια φράση που χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις ανακοινώσεις της Επιτροπής από τις 16 Μαρτίου 2022, οπότε ξεκίνησε ο κύκλος ανόδου των επιτοκίων. Η αντικατάσταση της με τη φράση «μπορεί να είναι σκόπιμη κάποια πρόσθετη πολυτική σύσφιξης» για πολλούς αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μία ακόμη αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης στην επόμενη συνεδρίαση και μετά ...τέλος.
Δεν συμφωνούμε. Ο Πάουελ όπως περιγράψαμε χθες αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τον «χώρο» που του άφησαν τα πρόσφατα μακροοικονομικά στοιχεία μειώνοντας τον ρυθμό των αυξήσεων, προκειμένου η οικονομία να εμπεδώσει τις μέχρι τώρα αυξήσεις, αλλά και να ηρεμήσει η αναταραχή στον τραπεζικό τομέα. Το πώς θα κινηθεί εφεξής θα το καθορίσουν οι εξελίξεις κατά πρώτο λόγο στον πληθωρισμό και εν συνεχεία οι συνθήκες που θα επικρατήσουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Η ανακοίνωση της FOMC άλλωστε δεν αφήνει καμία υπόνοια ότι η μάχη με τον πληθωρισμό έχει κερδηθεί. Οι προσεκτικοί θα είδαν ότι έχει αφαιρεθεί η αναφορά περί «χαλάρωσης» και έχει αντικατασταθεί με την παραδοχή ότι ο πληθωρισμός «παραμένει αυξημένος».
Επίσης όσοι διάβασαν την ανακοίνωση μέχρι τέλους, είδαν ότι τα μέλη της FOMC αναμένουν πλέον λίγο υψηλότερο πληθωρισμό στο τέλος του τρέχοντος έτους σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο, καθώς εκτιμούν ότι θα διαμορφωθεί στο 3,3% έναντι 3,1% προηγουμένως.
Η φράση δε του Πάουελ ότι «η μάχη κατά του πληθωρισμού έχει «δρόμο ακόμη» -τουτέστιν αν χρειαστεί να αυξήσουμε τα επιτόκια θα το κάνουμε- και ότι η διαδικασία επιστροφής του πληθωρισμού στο 2% είναι πιθανό να είναι «ανώμαλη», θεωρούμε ότι έχει μεγάλο μέρος της ευθύνης για το γεγονός ότι η Wall γύρισε στο «κόκκινο», με τον S&P500 να επιστρέφει από τις 4040 μονάδες στις 3936 μονάδες, πέριξ της στήριξης του μέσου κινητού των 200 ημερών.
Σημαντικό ρόλο βέβαια στην αλλαγή του επενδυτικού κλίματος έπαιξαν και οι δηλώσεις της υπουργού Οικονομικού Τζάνετ Γέλεν στη Γερουσία, η οποία φάνηκε να παίρνει αποστάσεις από τη δέσμευση για προστασία των καταθέσεων με φόντο τους τραπεζικούς τριγμούς.
Οι χρησμοί Πάουελ περί των τραπεζών
Ο Τζερόμ Πάουελ χρησιμοποίησε στη συνέντευξη Τύπου τις κλασικές φράσεις ότι το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ είναι «υγιές και ανθεκτικό» με ισχυρά κεφάλαια και ρευστότητα, ότι οι καταθέσεις είναι ασφαλείς και ότι η Fed παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο της χώρας και είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της προκειμένου να διασφαλίσει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος
Είναι εξαιρετικά σημαντικό όμως ότι παραδέχθηκε πως οι ΗΠΑ θα πρέπει να αυξήσουν την επίβλεψη και την εποπτεία προς όλες τις τράπεζες στο μέλλον, καθότι οι ρυθμιστικές αρχές γνωρίζουν ότι «τα μεμονωμένα τραπεζικά προβλήματα μπορούν να απειλήσουν το τραπεζικό σύστημα, εάν δεν αντιμετωπιστούν».
Για τη στήλη η δήλωση της ομοσπονδιακής τράπεζας για την εσωτερική έρευνα που διεξάγεται προκειμένου να ενισχυθεί η εποπτεία και το ρυθμιστικό πλαίσο των τραπεζών είναι ίσως από τις πιο σημαντικές της χθεσινής συνέντευξης Τύπου.
Βλέπετε, αν δεν υπήρχαν από την εποχή της διακυβέρνησης Τραμπ οι τρύπες της εποπτείας και η χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου, προφανώς τα γεγονότα των τελευταίων δύο εβδομάδων δεν θα είχαν καν συμβεί.
Η αυξημένη εποπτεία λοιπόν και ένα σαφώς αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο ειδικά όσον αφορά τη διαμόρφωση των δεικτών Liquidity Coverage Ratio είναι ίσως από τις πιο σημαντικές πρωτοβουλίες της Fed αν πραγματικά θέλει να μην επαναληφθούν φαινόμενα σαν της SVB κ.ο.κ.
Η αμέσως επόμενη σημαντική δήλωση του επικεφαλή της Fed αφορούσε την επιστροφή των καταθέσεων. Σύμφωνα με τον Πάουελ, οι ροές καταθέσεων επιστρέφουν στις τράπεζες, χάρη στα δραστικά μέτρα που έλαβαν η Federal Reserve, το υπουργείο Οικονομικών και η Ομοσπονδιακή Αρχή Εγγύησης Καταθέσεων FDIC.
Μάλιστα ο Κεντρικός Τραπεζίτης παραδεχθηκε ότι υπό το πρίσμα της τραπεζικής κρίσης, η FOMC εξέτασε το ενδεχόμενο φρένου της αύξησης των επιτοκίων, ωστόσο την απόφαση να αυξηθούν τα επιτόκια κατά επιπλέον 25 μονάδες βάσης την επέβαλαν τα ενδιάμεσα στοιχεία για τον πληθωρισμό και την αγορά εργασίας τα οποία ήταν ισχυρότερα των προσδοκιών, πριν τις τελευταίες εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο.
Με λίγα λόγια αυτό που μας είπε ο Πάουελ είναι ότι στις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής παραμένει προς το παρόν σε πρώτη προτεραιότητα και στόχευση ο πληθωρισμός.
(σ.σ: Η Fed τοποθετεί τον πήχη για το ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ στο τέλος του έτους στο 4,5%, ελαφρώς χαμηλότερα από το 4,6% που περίμεναν τον Δεκέμβριο. Ελαφρώς χαμηλότερες είναι οι εκτιμήσεις και για την ανάπτυξη, στο 0,4% από 0,5% που ήταν στις προβλέψεις του Δεκεμβρίου).
Την ίδια όμως στιγμή ο κεντρικός τραπεζίτης παραδέχθηκε ότι οι πρόσφατες πιέσεις στον τραπεζικό τομέα πιθανότατα να οδηγήσουν σε αυστηρότερους όρους χρηματοδότησης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις επιβαρύνοντας την οικονομική δραστηριότητα, την απασχόληση και νομοτελειακά...τον πληθωρισμό.(σ.σ: Παρακάτω θα δούμε ότι η δήλωση αυτή είναι σε πλήρη συντονισμό με αντίστοιχη χθεσινή δήλωση της Λαγκάρντ).
Δεδομένου ότι το περιβάλλον είναι εξαιρετικά ευμετάβλητο και το χαρακτηρίζει αβεβαιότητα η FOMC άλλαξε το ανακοινωθέν της ώστε να μη δίνει εκ των προτέρων σήμα στις αγορές περί της επιτοκιακής πολιτικής, καθώς οφείλει να εξετάζει τις εξελίξεις από συνεδρίαση σε συνεδρίαση.
Για παράδειγμα όσον αφορά τα προβλήματα στις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ, οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν μέτριες ή θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια σημαντική επιβράδυνση της οικονομίας. Στην τελευταία περίπτωση, θα υπήρχε μικρότερη ανάγκη για αυξήσεις επιτοκίων, παρατήρησε ο Πάουελ. Μια παρατήρηση που όπως θα δούμε λίγο πιο κάτω είχε κάνει και η Κριστίν Λαγκάρντ πριν λίγες ώρες!
Συμπερασματικά, ο Πρόεδρος της Fed μας είπε χθες το ευνόητο: Η πορεία των επιτοκίων θα εξαρτηθεί από την πορεία του πληθωρισμού. Αν η επιβράδυνση της οικονομίας καταφέρει να του βάλει φρένο, τότε θα βάλει φρένο και η Fed στα επιτόκια. Τόσο απλά.
Αν είναι νωρίς για την ίδια τη Fed να πει πώς θα διαμορφωθεί η επιτοκιακή πολιτική, τότε είναι σίγουρα νωρίς και για όλους τους υπόλοιπους. Άλλωστε ο Πάουελ όταν ερωτήθηκε για το ενδεχόμενο να προχωρήσει η Fed σε μείωση των επιτοκίων της κάποια στιγμή εντός του έτους, ήταν απόλυτος στην απάντηση του: «Η μείωση των επιτοκίων δεν προβλέπεται στο βασικό μας σενάριο».
Μάλιστα όχι μόνο πρόσθεσε ότι δεν υπάρχουν σαφής ενδείξεις για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού αλλά και ότι η αγορά λανθασμένα προεξοφλεί ότι θα υπάρξει μείωση των επιτοκίων φέτος. Προσοχή στα λάθος συμπεράσματα λοιπόν.
Οι αγορές θα αφήσουν πίσω τους την πρόσφατη αναταραχή;
Τις τελευταίες ημέρες οι αγορές ηρέμησαν, ωστόσο αν «ζυγίσει» κανείς τις απώλειες του τραπεζικού τομέα τις τελευταίες δύο εβδομάδες και τι πήρε πίσω τις τελευταίες μέρες της νημεμίας, θα συνειδητοποιήσει ότι η επενδυτική κοινότητα διατηρεί στο πίσω μέρος του μυαλού της σοβαρές ανησυχίες.
Τα χθεσινά «πάνω-κάτω» άλλωστε στη Wall είναι ενδεικτικά του κλίματος και της ανησυχίας που επικρατεί στην επενδυτική κοινότητα.
Το προφίλ αυτής της ανησυχίας αποτυπώθηκε στις διάφορες δημοσκοπήσεις/έρευνες των μεγάλων μακροοικονομικών Οίκων, όπως σε εκείνη για παράδειγμα της Βank of America που πραγματοποιήθηκε από τις 10 έως τις 16 Μαρτίου, τις ημέρες που η αγωνία στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε φτάσει στο «κόκκινο».
Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση αυτή λοιπόν, στην οποία συμμετείχαν 212 διαχειριστές κεφαλαίων με 548 δισεκατομμύρια δολάρια υπό διαχείριση,για το 31% ένα πιστωτικό γεγονός αποτελεί αυτή τη στιγμή τη μεγαλύτερη απειλή.
Η πιο πιθανή δε πηγή ενός πιστωτικού γεγονότος είναι το σκιώδες τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ, ακολουθούμενο από το αμερικανικό εταιρικό χρέος και τα ακίνητα των ανεπτυγμένων αγορών.
Πριν λίγες ημέρες από τη δημοσιοποίηση της δημοσκόπησης της ΒofA, μια μελέτη τεσσάρων οικονομολόγων στις 13 Μαρτίου δημοσιοποίησε την εκτίμηση ότι 186 τράπεζες κινδυνεύουν με απομείωση εξασφαλισμένων καταθέσεων αξίας 300 δισ. δολαρίων.
Πιο συγκεκριμένα στην εργασία τους με τίτλο «Monetary Tightening and U.S. Bank Fragility in 2023: Mark-to-Market Losses and Uninsured Depositor Runs?», οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι εάν το 50% των ανασφάλιστων καταθετών αποφάσιζε να αποσύρει τα χρήματά του, τότε θα έθετε σε κίνδυνο 186 τραπεζικά ιδρύματα και περίπου 300 δις δολάρια εξασφαλισμένων καταθέσεων θα βρίσκονταν στον «αέρα».
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη μελέτη ανάμεσα στα βασικά κοινά χαρακτηριστικά αυτών των τραπεζών είναι το υψηλό επίπεδο μη εξασφαλισμένων καταθέσεων - πάνω από 250.000 δολάρια- και η σημαντική πτώση της αξίας κρατικών ομολόγων και ενυπόθηκων δανείων λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
Πολύ φοβόμαστε ότι θα υπάρξουν πολλές ανάλογες εκθέσεις και προφανώς το φοβάται και η Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γιέλεν, γι’αυτό και χθες μιλώντας σε τραπεζίτες δήλωσε ότι δεν αποκλείεται να χρειαστούν και νέα βήματα για την προστασία των καταθετών των τραπεζών εάν τα μικρότερα ιδρύματα υποστούν μαζικές εκροές που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τον κίνδυνο για ευρύτερη μετάδοση της κρίσης.
Έχουμε λοιπόν δρόμο μπροστά μας όσον αφορά το volatility στις αγορές, αν και είναι σημαντικό ότι οι ρυθμιστικές αρχές στην πρώτη φάση της κρίσης απεδείχθησαν «ετοιμοπόλεμες».
Η δήλωση -ματ της Λαγκάρντ
Μπορεί χθες να μονοπώλησε ο Πάουελ τους προβολείς της δημοσιότητας, όμως και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού είχαμε εξαιρετικά σημαντικές δηλώσεις από την πρόεδρο της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, όσον αφορά το επίμαχο ερώτημα αν η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια με υψηλό ρυθμό παρά την αναταραχή στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Τι μας είπε χθες λοιπόν η κυρία Λαγκάρντ; Ότι η τρέχουσα τραπεζική κρίση ίσως ....της «λύσει τα χέρια», καθώς θα μεγενθύνει την εμπέδωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ με αποτέλεσμα να τη βοηθήσει να ολοκληρώσει το έργο της γρηγορότερα.
«Εάν, για παράδειγμα, οι τράπεζες αρχίσουν να εφαρμόζουν μια μεγαλύτερη «σφήνα διαμεσολάβησης» – που σημαίνει ότι σε οποιοδήποτε επίπεδο του βασικού επιτοκίου απαιτούν υψηλότερη αποζημίωση για τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν όταν δανείζουν – τότε η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής θα γίνει ισχυρότερη» δήλωσε συγκεκριμένα η πρόεδρος της ΕΚΤ.
Σε απλά ελληνικά, είναι πολύ πιθανό η τρέχουσα κρίση να καταστήσει τις τράπεζες περισσότερο επιφυλακτικές απέναντι στον κίνδυνο και να αρχίσουν να απαιτούν υψηλότερα επιτόκια όταν δανείζουν. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η ΕΚΤ θα έχει την ευχέρεια να κάνει λιγότερες αυξήσεις εφεξής.
Στα σημαντικά των δηλώσεων της Λαγκάρντ είναι και η παραδοχή ότι οι προηγούμενες αυξήσεις μόλις τώρα άρχισαν να μετακυλίονται στην οικονομία. Ενδεχομένως λοιπόν η ΕΚΤ να προσανατολιστεί στο να δώσει τον χρόνο στην οικονομία να απορροφήσει τις μέχρι τώρα αυξήσεις.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, η αφαίρεση στην τελευταία συνεδρίαση από το μήνυμα πολιτικής των καθοδηγητικών ενδείξεων για νέες αυξήσεις επιτοκίων, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα. Είναι δε εξαιρετικά σημαντικό και δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι οι συγκεκριμένες χθεσινές δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ ήταν σε απόλυτη εναρμόνιση με εκείνες του Τζερόμ Πάουελ.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.