UBS: Γιατί είναι «ταύρος» για ελληνική οικονομία και τράπεζες

UBS: Γιατί είναι «ταύρος» για ελληνική οικονομία και τράπεζες

Η βελτίωση της είσπραξης φόρων που οδηγεί σε μια χρονιά δημοσιονομικής υπεραπόδοσης σε συνδυασμό με την πρόβλεψη για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας κατά 2,5%, παρά την πρόσφατη αδυναμία των δεικτών της ευρωζώνης, οδηγούν τους αναλυτές της UBS σε μια θετική στάση για την ελληνική οικονομία, όπως αναφέρεται σε πρόσφατη έκθεση. 

Βέβαια, η UBS υπενθυμίζει και τρεις σημαντικούς κινδύνους, όπως η ανανέωση μιας πτωτικής δυναμικής στην ευρωζώνη, οι φυσικές καταστροφές και οι επιπτώσεις τους καθώς και τυχόν καθυστερήσεις στην απορρόφηση των κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Ειδικά για το τελευταίο θέμα, οι αναλυτές της UBS αναφέρουν ότι οι επενδύσεις θα επωφεληθούν σημαντικά από την τρίτη εκταμίευση κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία ανέρχεται σε  2,3 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας τη συνολική απορρόφηση στα 17,2 δισ. ευρώ από το σύνολο των 36 δισ. ευρώ.

Σημαντικό ρόλο στην αύξηση του ΑΕΠ θα διαδραματίσουν και τα έσοδα από τον τουρισμό όπου αναμένεται να φτάσουν τα 22 δισ. ευρώ φέτος, ή κατά 7% πιο πάνω από το 2023. Όπως αναφέρει η UBS οι πρόσφατες αλλαγές που ανακοινώθηκαν, όπως οι περιορισμοί των βραχυχρόνιων μισθώσεων, η αύξηση φόρων για βραχυχρόνιες ενοικιάσεις και η νέα επιβάρυνση στους επισκέπτες κρουαζιερόπλοιων σε ορισμένα ελληνικά νησιά ενδέχεται να επιβαρύνουν την απόδοση του κλάδου το 2025.

Η UBS εκτιμά, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε καλό δρόμο για να επιτύχει τους ανοδικά αναθεωρημένους στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος 2,4% και 2,5% του ΑΕΠ για το 2024 και το 2025 αντίστοιχα (έναντι των προβλέψεων για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του 2024).

Μάλιστα, για το οκτάμηνο  Ιανουάριος-Αύγουστος 2024, το σωρευμένο πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού έφτασε τα 7,5 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας τόσο το στόχο των 3,3 δισ. ευρώ και το πρωτογενές πλεόνασμα 5,6 δισ. ευρώ του περασμένου έτους για την αντίστοιχη περίοδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα προσαρμοσμένη υπεραπόδοση έναντι του στόχου Ιανουαρίου-Αυγούστου είναι 1,1 δισ. ευρώ ή 0,5% του ΑΕΠ.

Σε ό,τι αφορά τα ομόλογα, οι αναλυτές της UBS αναφέρουν ότι τα spreads  διαπραγματεύονται σε 100, περίπου, μονάδες βάσης, επιστρέφοντας στα προ της χρηματοπιστωτικής  κρίσης επίπεδα.

Η οικονομική υπεραπόδοση της Ελλάδας, πάντως, σε σχέση με άλλες χώρες της ευρωζώνης αναμένεται να διατηρηθεί το επόμενο έτος. Μια πρόσθετη χαλάρωση πολιτικής από την ΕΚΤ και οι αυξανόμενες προσδοκίες για επιτάχυνση των μειώσεων των επιτοκίων, αναμένεται να στηρίξουν τα ευρωπαϊκά ομόλογα γενικότερα, επισημαίνει η UBS. Όπως εκτιμά, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς στο τέλος του 2024 θα κινηθεί στο 3% και στο 2,7% έως το τέλος του 2025.

Τράπεζες

Σε ό,τι αφορά τη θέση της UBS για την ελληνικές συστημικές τράπεζες διατηρεί τη σύσταση buy, διακρίνοντας, όμως την εθνική και την Πειραιώς. 

Η θετική στάση της UBS απέναντι στις τράπεζες οφείλεται σε τρεις βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι η έξοδος τους από την κρατική κρίση καθώς τα NPEs εξομαλύνθηκαν και η ισχυρή κερδοφορία τους. Μάλιστα με τις τράπεζες να ξεκινούν φέτος - μετά από πολλά χρόνια - τη διανομή μερίσματος, η UBS βλέπει σημαντικές δυνατότητες για διανομές, πιθανότατα πέρα από τα συντηρητικά σχέδια πληρωμών τους. 

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι τράπεζες επωφελούνται από έναν ισχυρό εταιρικό πιστωτικό κύκλο, καθώς η UBS προβλέπει ότι η απόδοση των εταιρικών πιστώσεων θα αυξηθεί κατά 8,7% ετησίως, καθώς τα αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου αποκάλυψαν ισχυρή εταιρική πίστωση (+3,5% σε τριμηνιαία βάση, +10,2% ετησίως). 

Ο τρίτος λόγος είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι από τις φθηνότερες τόσο σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες όσο και σε σχέση με τις τράπεζες στις αναδυόμενες αγορές. 

Η UBS υπολογίζει ένα κόστος ιδίων κεφαλαίων που κυμαίνεται από 17,2% έως 21,4% για τις τέσσερις τράπεζες, το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο μιας απόδοσης δεκαετούς ομολόγου στο 3,1%, ενώ βλέπει την απόδοση του ομολόγου να μειώνεται περαιτέρω στη συνέχεια.