Η δουλειά της τράπεζας είναι ως γνωστόν να αγοράζει και να πουλάει χρήμα. Να δανείζεται και να δανείζει χρήμα. Έτσι εξυπηρετεί τις δανειακές ή τις επενδυτικές ανάγκες των εκατομμυρίων πελατών της, επιταχύνει την οικονομική ανάπτυξη με τη ρευστότητα την οποία διοχετεύει στην αγορά και αναπαράγει τέλος τα προσδοκώμενα κέρδη για τους μικρούς και μεγάλους μετόχους της. Αυτή είναι η βασική λειτουργία και ο σκοπός της κάθε τράπεζας και αυτή είναι μία διαχρονική πραγματικότητα η οποία δεν πρόκειται επί της ουσίας να αλλάξει. Είτε μιλάμε για την τράπεζα του παρόντος είτε για την τράπεζα του μέλλοντος.
Η «τράπεζα του μέλλοντος», ωστόσο, δεν θα μπορούσε να ήταν και η ίδια ακριβώς με την τράπεζα του παρελθόντος.
Η παγκοσμιοποίηση των οικονομιών και η εξέλιξη των τεχνολογικών εφαρμογών, άλλαξαν εντυπωσιακά την ταχύτητα στη μεταφορά των χρημάτων, διεύρυναν σημαντικά την πληροφόρηση που διαθέτει ο πελάτης και κυρίως μετέβαλαν ριζικά τον τρόπο των τραπεζικών συναλλαγών, οι οποίες μπορεί πλέον να πραγματοποιούνται από οποιοδήποτε σημείο, από το γραφείο ή από το σπίτι, από τον υπολογιστή ή από το κινητό μας τηλέφωνο.
Τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες επένδυσαν επίσης στην ασφάλεια των ηλεκτρονικών συναλλαγών και παράλληλα εμπλούτισαν τη γκάμα των προσφερόμενων υπηρεσιών για τον πελάτη τους. Και αυτό, επίσης, είναι μία μεγάλη αλλαγή, από τη συμβουλευτική τραπεζική στις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες, έως τα επενδυτικά και δανειακά τους προϊόντα, κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του πελάτη.
Αυτό λοιπόν που σας περιέγραψα, θεωρώ ότι αποτελεί ήδη ένα πολύ ξεχωριστό έως τώρα τοπίο, το νέο τοπίο για τις τράπεζες. Μία πραγματικά σημαντική διαδρομή από την τράπεζα του χθες στην «τράπεζα του αύριο». Πιο γρήγορη τράπεζα, τεχνολογικά μοντέρνα, συγκεντρωμένη, πιο έξυπνη, με λιγότερα καταστήματα, αναλογικά με λιγότερο προσωπικό στις πωλήσεις, το δεξί χέρι και το βασικό εργαλείο του πελάτη. Είναι μία πορεία η οποία εξελίσσεται με μεγάλη προσπάθεια από όλους μας και αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στο νέο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Εάν τώρα, από την άλλη πλευρά, λάβουμε επίσης υπόψη μας ότι τα τελευταία χρόνια άλλαξαν οι συνήθειες των καταναλωτών ή οι προτεραιότητες των πολιτών, ως απόρροια της οικονομικής κρίσης, της πανδημίας και της τεχνολογικής εξέλιξης, μπορούμε να κατανοήσουμε πιθανόν καλύτερα τις περαιτέρω αλλαγές και να διαμορφώσουμε με μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητα το μοντέλο της «τράπεζας του μέλλοντος».
Εννοώ, για παράδειγμα, εκτός από τα σύγχρονα μέσα εξυπηρέτησης, τους αυτοματισμούς, την ταχύτητα και την υψηλή συμβουλευτική, ότι η «τράπεζα του μέλλοντος» θα πρέπει να απαντά με το δικό της σαφή τρόπο στις προκλήσεις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες. Για να πω δύο πιο συγκεκριμένα παραδείγματα, θα πρέπει να επενδύσουν με συνέπεια οι τράπεζες απέναντι στη θηριώδη κλιματική κρίση. Όπως θα πρέπει επίσης με συνέπεια να στηρίξουν χρηματοδοτικά την έρευνα στους τομείς της ιατρικής και της φαρμακευτικής.
Η «τράπεζα του μέλλοντος» δεν θεωρώ ότι μπορεί να αφορά αποσπασματικά μόνο και εξατομικευμένα τον πολίτη, εάν θέλουμε όντως να πιστεύουμε σε μία βιώσιμη ανάπτυξη.