Του Γιώργου Φιντικάκη
Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τη σύσταση του ΤΑΙΠΕΔ, εκατομμύρια έχουν πληρωθεί σε συμβούλους, και στην Ελλάδα της τουριστικής ανάπτυξης δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί ούτε ένα μεγάλο δημόσιο ακίνητο.
Ποιος πράγματι πιστεύει ότι το νέο υπερ-Ταμείο θα καταφέρει να γίνει ο βραχίονας, πρώτα για να ξεκαθαρίσει το κουβάρι της κρατικής ακίνητης περιουσίας, και μετά για να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για το ελληνικό Δημόσιο;
Δε φταίει άλλωστε η απουσία επενδυτικού ενδιαφέροντος στα χρόνια της κρίσης για το γεγονός ότι οι αμερικανοί αγοραστές του πρώτου ακινήτου που πούλησε ποτέ το ΤΑΙΠΕΔ, της Κασσιόπης στη Κέρκυρα, τρεισήμισι χρόνια μετά δεν έχουν ακόμη πατήσει το πόδι τους. Ούτε φταίει το κλίμα για το Ελληνικό που δεν λέει να ξεκολλήσει ή το στοιχειωμένο ακίνητο της Αφάντου, όπου μια τεράστια έκταση χαρακτηρίστηκε ξαφνικά αρχαιολογική.
Κακοδαιμονία, αντικρουόμενα πολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα, αντιδράσεις από χρήστες και τοπικές κοινωνίες, δασικά, πολεοδομικά και δεκάδες άλλα προβλήματα είναι οι αιτίες για το γεγονός ότι παρ' ότι οι τιμές του ελληνικού real estate έχουν κατακρημνιστεί, εντούτοις στα χρόνια της κρίσης δεν αξιοποιήθηκε ούτε ένα σημαντικό κρατικό ακίνητο.
Το άγχος αυτό, της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας με στόχο την άντληση υπεραξιών για την εξυπηρέτηση τόσο του χρέους όσο και για την ανάπτυξη, πέφτει τώρα πάνω στο νέο υπερ-Ταμείο. Ειδικότερα πέφτει στην Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου (ΕΤΑΔ) που γιγαντώνεται και από ένας συνηθισμένος δημόσιος φορέας καλείται να γίνει ο επενδυτικός βραχίονας του ελληνικού real estate, με ένα χαρτοφυλάκιο στο οποίο θα μεταφερθούν 72.000 ακίνητα.
Δηλαδή τα αγροτεμάχια, κτίρια, οικόπεδα, ξενοδοχεία, μαρίνες και κάθε άλλο κρατικό ακίνητο, της γιγάντιας ιδιοκτησίας του υπουργείου Οικονομικών, μαζί με 900 περίπου ακίνητα του ΤΑΙΠΕΔ, θα περάσουν στα χέρια μιας εταιρείας, το χαρτοφυλάκιο της οποίας σήμερα δεν υπερβαίνει τα 220 ακίνητα.
Τώρα επομένως τρέχουμε. Διότι σε αυτό το σύνολο των 72.000 ακινήτων, το 35%-40% είναι προβληματικά, καταπατημένα. Από τα 12 ακίνητα της Πλάκας όπου οι υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού τα είχαν επί χρόνια καταπατήσει και επέμεναν να μη δίνουν τα κλειδιά, μέχρι τις παραλίες Κουλούρας στη Λάρισα, Πλατανιά Ρεθύμνου, Πόρτο Κουφό στη Χαλκιδική, το Βαρθολομιό στον Ν. Ηλείας, κ.α. Διόλου τυχαία, τα καταπατημένα είναι και τα φιλέτα.
Τρία παραδείγματα
Τρία παραδείγματα αρκούν. Παραλία Κουλούρας στη Λάρισα. Η παραθαλάσσια έκταση της Κουλούρας είναι επί δεκαετίες καταπατημένη σε ποσοστό 50%. Από τα 186 στρέμματα έχουν καταπατηθεί τα 77. Άλλη περίπτωση πάλι στη Λάρισα είναι στη περιοχή Σκλήθρα – Στρίντζος. Εντός της παραθαλάσσιας έκτασης 1.222 στρεμμάτων έχουν εντοπιστεί πάνω από 1.000 αυθαίρετα, στην πλειονότητά τους εξοχικά. Τρίτη περίπτωση είναι η Παραλία Πλατανιά στο Ρέθυμνο. Στην παραλία μήκους 1.470 μέτρων εντοπίζονται 40 στρέμματα διαφόρων ειδών καταπατήσεων, από ενοικιαζόμενα δωμάτια, τουριστικά συγκροτήματα μέχρι κάμπινγκ, χώροι στάθμευσης, ακόμη και δημοτική παιδική χαρά.
Τρία παραδείγματα που αναφέρονται σε καταπατήσεις σε παραθαλάσσιες περιοχές, όλες ιδιοκτησίας του ΤΑΙΠΕΔ. Πέρα από αυτές υπάρχουν εκατοντάδες άλλες περιοχές όπου έχουν γίνει μικρές ή μεγάλες καταπατήσεις.
Έπειτα λοιπόν από πέντε χρόνια λειτουργίας του Ταμείου στην Ελλάδα της σημαντικής τουριστικής ανάπτυξης, δεν έχει γίνει ούτε μια έξωση από τα χιλιάδες καταπατημένα που έχει στην κατοχή του.
Υπό αυτό το πρίσμα, το στοίχημα για το νέο υπερ-Ταμείο και τα πρόσωπα που θα το στελεχώσουν είναι τεράστιο, η κυβέρνηση πρέπει να υπερβεί εαυτόν, και μακριά από φθηνές λαϊκίστικες προσεγγίσεις, να ασχοληθεί σοβαρά με το τεράστιο θέμα των καταπατήσεων. Πρόβλημα που δεν θα ήθελε υπερ-Ταμεία για να αντιμετωπισθεί σε μια κανονική χώρα.
Πόσο μάλλον όταν τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια που ασχολούνται με το real estate τηρούν ακόμη στάση αναμονής αναφορικά με την Ελλάδα, κινούνται στη λογική "wait and see" πριν κάνουν την οποιαδήποτε κίνηση.
Κρατούν "μικρό καλάθι", φοβούνται τυχόν παλινωδίες, και περιμένουν από τη κυβέρνηση απτά διαπιστευτήρια αλλαγής της ακολουθούμενης πολιτικής της στον τομέα της ακίνητης περιουσίας.