Την περασμένη Παρασκευή η Κομισιόν ανακοίνωσε ότι ξεκινά η διαβούλευση για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων. Έως το τέλος του 2022 οι Ευρωπαίοι καλούνται να αποφασίσουν για το πως θα διευθετηθεί ο «λογαριασμός» της πανδημίας καθώς το χρέος των χωρών της Ε.Ε. εκτινάχθηκε κοντά στο 100% του ΑΕΠ, όταν το «ταβάνι» είναι 60%. Από το πλαίσιο που θα συμφωνηθεί θα κριθούν οι φόροι των επόμενων ετών, ενώ οι διαπραγματεύσεις θα γίνουν με φόντο τις επερχόμενες εκλογές σε Γαλλία και Ιταλία και τον κίνδυνο αναζωπύρωσης του ευρωσκεπτικιστικού κινήματος.
Όταν ο βασικός υποψήφιος για την καγκελαρία της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, χαρακτηρίζει αποτελεσματικούς τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε., υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να αλλάξουν και ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι, απαντά κάνοντας λόγο για παρωχημένους κανόνες που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εφαρμοστούν ως έχουν το 2023, γίνεται αντιληπτό ότι στην Ευρώπη ξεκινά η «μάχη των μαχών».
Στο επίκεντρο βρίσκεται το χρέος και στο φόντο οι εκλογές σε Γαλλία και Ιταλία, αφού οι γερμανικές είναι σε λίγες ημέρες και δεν επηρεάζονται από τις εξελίξεις (αλλά θα τις επηρεάσουν). Αυτό που ισχύει σήμερα είναι ότι οι χώρες με υπερβολικά υψηλό χρέος θα πρέπει να επιτυγχάνουν ετήσια μείωση που να αντιστοιχεί στο 1/20 του υπερβάλλοντος ποσοστού. Σε… απλά ελληνικά, θα πρέπει να επιστρέψουν στο 60% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα 20 χρόνια.
Για την Ελλάδα που έχει χρέος περίπου 200% του ΑΕΠ, ο κανόνας συνεπάγεται μέση ετήσια μείωση της τάξης των 7 ποσοστιαίων μονάδων, κάτι που χωρίς «ρύθμιση» είναι ανέφικτο. Η Ιταλία, από την πλευρά της, με χρέος στο 156% θα πρέπει επιτυγχάνει μείωση 5 ποσοστιαίων μονάδων ετησίως για 20 ολόκληρα χρόνια, που είναι επίσης αδύνατο. Εκτός από την Ελλάδα και την Ιταλία, στο κλαμπ των υπερχρεωμένων βρίσκεται και η Γαλλία, η οποία έχει χρέος κοντά στο 120% και συνεπώς πρέπει να το μειώνει κατά περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως.
Μία λύση θα μπορούσε να είναι η επιμήκυνση της περιόδου προσαρμογής στα 30 χρόνια, που ρίχνει σημαντικά την ετήσια απαιτούμενη μείωση.
Σε αυτό το σημείο το ζήτημα γίνεται καθαρά πολιτικό. Διότι όσο και αν οι Γερμανοί θέλουν να είναι αυστηροί σε θέματα χρέους, υπάρχουν μπροστά μας πολύ κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις που θα μπορούσαν να κρίνουν το μέλλον της Ε.Ε. Οι Γάλλοι πηγαίνουν στις κάλπες την άνοιξη του 2022, οι Ιταλοί κατά πάσα πιθανότητα την άνοιξη του 2023, ενώ και οι βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα είναι προγραμματισμένες για το ίδιο έτος.
Υπάρχει λοιπόν ο κίνδυνος οι διαπραγματεύσεις για το χρέος να μην καταλήξουν σε συμφωνία που «διευθετεί» το βάρος των χωρών του Νότου, ενισχύοντας έτσι το ευρωσκεπτικιστικό κίνημα.
Δεν είναι τυχαίο ότι οικονομικοί σύμβουλοι του Εμανουέλ Μακρόν, καλούν την Κομισιόν να εγκαταλείψει τον κανόνα που θέλει το δημοσιονομικό έλλειμμα να είναι μικρότερο του 3% και να εστιάσει τα υψηλά κρατικά χρέη που διογκώθηκαν μέσα στην πανδημία. Ούτε ότι ο Επίτροπος Οικονομικών, Πάολο Τζεντιλόνι καλεί την Ε.Ε., να αντιμετωπίσει το θέμα των κανόνων με διαδικασίες πολύ ταχύτερες από το παρελθόν για να υπάρξει λύση μέσα στο 2022. Και ο επικεφαλής του ESM, Γερμανός Κλάους Ρέγκλινγκ, τάσσεται υπέρ της αλλαγής του κανόνα που θέλει τις χώρες να μειώνουν το χρέος τους κάθε χρόνο κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού.
Την περασμένη Παρασκευή, η Κομισιόν ανακοίνωσε ότι θα εξετάσει όλες τις διαθέσιμες επιλογές με στόχο να βελτιώσει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έως το τέλος του 2022, κηρύσσοντας στην ουσία την έναρξη των πολύ κρίσιμων διαπραγματεύσεων.
Οι δημοσιονομικοί κανόνες βρίσκονται σε αναστολή έως το τέλος του 2022, με τη Γερμανία να επιμένει ότι το υφιστάμενο πλαίσιο είναι αποτελεσματικό και πρέπει να εφαρμοστεί χωρίς αλλαγές από το 2023. «Έχουμε ένα πολύ καλό πλαίσιο για τη σταθερότητα της Ευρώπης, το οποίο μάλιστα πέρασε με επιτυχία το τεστ της πανδημίας, επομένως πρέπει να το διατηρήσουμε», είπε χαρακτηριστικά ο Σολτς.
Εδώ να πούμε, βέβαια, ότι ο Σολτς βρίσκεται λίγες ημέρες πριν τις κάλπες και πρέπει να κρατήσει αυστηρή στάση, ωστόσο αναμένεται να φανεί πιο διαλλακτικός αν εκλεγεί, σε συνάρτηση πάντα με το κόμμα που θα συνεργαστεί στον κυβερνητικό συνασπισμό. Οι Πράσινοι, για παράδειγμα, τάσσονται υπέρ της χαλάρωσης των κανόνων για το χρέος έτσι ώστε να δοθεί χώρος σε πράσινες επενδύσεις.
Το δημόσιο χρέος των χωρών-μελών της Ε.Ε. αναμένεται να εκτιναχθεί στο τέλος του 2021 στο 100% του ΑΕΠ που είναι προφανώς ιστορικό υψηλό. Την ίδια ώρα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν εφαρμόσει σημαντικά μέτρα στήριξης για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας με αποτέλεσμα να «παραβιάζεται»… κατά συρροή και ο κανόνας που θέλει το δημοσιονομικό έλλειμμα να μην ξεπερνά το 3%.
Πώς μπορούν, λοιπόν, να εφαρμοστούν οι δημοσιονομικοί κανόνες από το 2023 χωρίς να υποχρεωθούν αρκετές χώρες σε πολιτικές λιτότητας και μνημόνια;
Παρά το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή οικονομία αναμένεται να επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα έως το τέλος του 2021, το επόμενο 12μηνο δεν αρκεί για να προλάβουν τα κράτη-μέλη να τιθασεύσουν τα ελλείμματα πόσο μάλλον το χρέος. Οι υπουργοί Οικονομικών της Ε.Ε. έχουν ξεκινήσει τις συζητήσεις και οι τελικές αποφάσεις θα κρίνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τόσο τη σφοδρότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής που θα απαιτηθεί όσο και τις αυξήσεις φόρων που πολλές χώρες θα αναγκαστούν να επιβάλλουν για να εξισορροπήσουν τα δημόσια οικονομικά τους.