Ο ετήσιος ονομαστικός πληθωρισμός στις ΗΠΑ για τον Νοέμβριο παρέμεινε αμετάβλητος από αυτόν του Οκτωβρίου στο 3,1% αλλά η μηνιαία μεταβολή του ήταν 0,1% αντί για ακριβώς 0% που περίμεναν οι αγορές και οι οικονομολόγοι.
Σε αντίθεση όμως με ό,τι γινόταν πριν μερικούς μήνες σε παρόμοιες περιπτώσεις, οι μετοχές ανέβηκαν και οι αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου υποχώρησαν. Είναι φανερό πως η ψυχολογία των αγορών έχει αλλάξει σχεδόν ριζικά και η πλειοψηφία των επενδυτών θεωρεί πως η μάχη με τον πληθωρισμό έχει ήδη κριθεί, ανεξάρτητα από το γεγονός πως ο ονομαστικός πληθωρισμός βρίσκεται καθαρά πάνω από το επιθυμητό ανώτατο όριο του 2% και ο δομικός είναι κοντά στο 4%.
Σε αυτό έχουν παίξει μεγάλο ρόλο τα θετικά νέα από τις μετρήσεις του πληθωρισμού τους τελευταίους μήνες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Ειδικά στην Ευρωζώνη, είχαμε τον χαμηλότερο πληθωρισμό από το καλοκαίρι του 2021, με τον ονομαστικό πληθωρισμό του Νοεμβρίου στο 2,4%, (το αναμενόμενο ήταν 2,7%).
Στην εδραίωση αυτής της εντύπωσης βοηθούν και οι δηλώσεις διαφόρων αξιωματούχων, όπως οι προχθεσινές της υπουργού οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γιέλεν, η οποία δήλωσε πως ο πληθωρισμός κατεβαίνει ουσιωδώς και δεν βλέπει κανέναν λόγο για να μην συνεχιστεί (σταδιακά) αυτή η πτώση. Η ίδια πρόσθεσε πως το τελευταίο μέρος της διαδρομής προς το επιθυμητό όριο του 2% θα αποδειχθεί μία σχετικά εύκολη διαδικασία. Εκτός από δηλώσεις όπως αυτές της Γιέλεν, σημαντικό ρόλο στη δημιουργία ενός καλού κλίματος έχουν παίξει και δηλώσεις διαφόρων αξιωματούχων των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης και των ΗΠΑ με αντίστοιχο περιεχόμενο.
Έτσι όπως είναι τα πράγματα αυτές τις μέρες, αυτό που προσπαθούν να μαντέψουν οι αγορές και οι αναλυτές είναι το πότε θα αρχίσουν οι μειώσεις των επιτοκίων αναφοράς, καθώς θεωρείται απολύτως βέβαιο πως η πορεία ανόδου τους έχει ήδη τερματιστεί. Η σημαντική άνοδος των μετοχών και των ομολόγων το τελευταίο διάστημα έχει άμεση σχέση με αυτή την πεποίθηση.
Ενώ πριν δύο μήνες οι εκτιμήσεις για την πορεία των αμερικανικών επιτοκίων, όπως καταγράφονται στο σχετικό προϊόν του χρηματιστηρίου του Σικάγου, μιλούσαν για το πολύ μία μείωση επιτοκίων προς το τέλος του 2024, τώρα μιλούν για τέσσερις έως πέντε μειώσεις κατά 0,25% από την άνοιξη του 2024 και μετά. Για μειώσεις από την άνοιξη και μετά προετοιμάζονται και οι επενδυτές στην Ευρώπη με ακόμα μεγαλύτερη σιγουριά λόγω της πιο απότομης αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη απ’ ότι στις ΗΠΑ και της ανησυχίας για πιθανή οικονομική ύφεση το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Εδώ λοιπόν γεννώνται μερικά ερωτήματα. Είναι λογική η σιγουριά των επενδυτών πως σύντομα θα αρχίσει μία ουσιαστική διαδικασία μείωσης των επιτοκίων αναφοράς; Αν αρχίσει μία τέτοια διαδικασία, πόσο χαμηλά θα μπορούσαμε να δούμε τελικά τα επιτόκια; Αν δεν αρχίσει, μήπως οι αγορές έχουν χαρεί περισσότερο απ’ ότι πρέπει; Προφανώς, η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν είναι και πολύ εύκολη, γι’ αυτό και θα χρησιμοποιήσουμε τη βοήθεια του διεθνούς Τύπου.
Πριν ξεκινήσουμε όμως, η δική μας άποψη είναι πως αν δούμε μία γρήγορη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, κάτι που εν μέρει έχει ήδη συντελεστεί με τη σημαντική πτώση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος αναζωπύρωσης του πληθωρισμού.
Κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ακόμα και αν ο πληθωρισμός μηδενιστεί, οι τιμές σε πάρα πολλά αγαθά και υπηρεσίες είναι πολύ υψηλότερες από αυτές πριν την πανδημία. Με αυτή τη λογική, μας φαίνεται πολύ δύσκολο να πιστέψουμε πως οι κεντρικές τράπεζες θα βιαστούν να αρχίσουν τις μειώσεις, εκτός και αν τις αναγκάσει μία σημαντική χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης (ειδικά στην Ευρωζώνη).
Αφήνοντας πίσω τις δικές μας απόψεις, ο Francisco Guerrera του Reuters πιστεύει πως οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης, της Αγγλίας και των ΗΠΑ δεν ενθουσιάζονται από το πολύ καλό κλίμα που επικρατεί στις αγορές γιατί φοβούνται πως μία περαιτέρω πτώση των αποδόσεων των ομολόγων στην ουσία θα χαλαρώσει τη νομισματική πολιτική και θα υπονομεύσει τα μέχρι τώρα «επιτεύγματα» της διετούς σχεδόν εκστρατείας τους.
Κατά την άποψή του, η Κριστίν Λαγκάρντ της ΕΚΤ και ο Άντριου Μπέιλι της Τράπεζας της Αγγλίας θα προσπαθήσουν να τιθασεύσουν λίγο τα πνεύματα μιλώντας αργότερα σήμερα κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων Τύπου που θα ακολουθήσουν τις ανακοινώσεις για τις μεταβολές στη νομισματική πολιτική (ή μάλλον για την ανυπαρξία μεταβολών στη νομισματική πολιτική).
Ο Guerrera εκτιμούσε επίσης πως κατά τη διάρκεια των σχετικών ανακοινώσεων της Fed και της συνέντευξης Τύπου του διοικητή Πάουελ που έγιναν χθες το βράδυ, ο Τζέι Πάουελ θα έκανε μία παρόμοια προσπάθεια να πείσει τις αγορές πως κάνουν λάθος περιμένοντας τόσο σημαντικές μειώσεις επιτοκίων τόσο σύντομα. Ο αρθρογράφος πιστεύει πως οι αξιωματούχοι της Fed και ο διοικητής φοβούνται τη χαλάρωση που φέρνει η μεγάλη πτώση των αποδόσεων των ομολόγων και δεν χαίρονται και πολύ από τις κινήσεις των επενδυτών. Πηγαίνοντας στο Barron’s, το κύριο άρθρο του Σαββάτου ήταν αφιερωμένο στο θέμα των επιτοκίων και στο πως θα κινηθούν από εδώ και πέρα.
Η κεντρική ιδέα του άρθρου ήταν πως τα επιτόκια είναι πολύ πιθανόν να βρίσκονται κοντά στην κορυφή τους, αλλά στη συνέχεια θα προσγειωθούν σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από αυτά που επικρατούσαν μέχρι το 2021 και αρκετά πιο ψηλά από αυτά που πολλοί οικονομολόγοι και επενδυτές φαντάζονται αυτή την στιγμή, και θα μείνουν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η αρθρογράφος Megan Cassella υποστηρίζει πως παρά την υποχώρηση του πληθωρισμού, μεγάλες αλλαγές στην διεθνή οικονομία, όπως η μείωση του όγκου του διεθνούς εμπορίου και τα αυξανόμενα κρατικά ελλείμματα θα ανεβάσουν πολύ το λεγόμενο ουδέτερο επίπεδο επιτοκίων.
Κάτι τέτοιο υποστηρίζει και ο γνωστός οικονομολόγος και πρώην υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς, ο οποίος πιστεύει πως οι περισσότερες εκτιμήσεις για σημαντική πτώση των επιτοκίων αναφοράς βασίζονται σε μία λανθασμένη κατά την άποψή του παραδοχή: πως δηλαδή το τωρινό επίπεδο των επιτοκίων αναφοράς είναι περιοριστικό για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Ξεκαθαρίζοντας λίγο τα πράγματα, οι χθεσινές ανακοινώσεις της Fed, οι προβλέψεις των οικονομολόγων της και οι απαντήσεις του διοικητή Πάουελ στη συνέντευξη Τύπου περιείχαν στοιχεία και από αυτά που προεξοφλούν οι αγορές και από τους προβληματισμούς των παραπάνω αρθρογράφων, αλλά σε γενικές γραμμές όμως ήταν πολύ πιο αισιόδοξες από ότι ανέμεναν οι αγορές.
Το αποτέλεσμα ήταν η άμεση πτώση των αποδόσεων των δανειακών τίτλων του αμερικανικού δημοσίου, ιδίως αυτών που λήγουν μέσα στα επόμενα δύο χρόνια και η θετική αντίδραση των αγορών μετοχών. Στην ουσία επιβεβαίωσαν τη σχεδόν μηδενική πιθανότητα περαιτέρω αυξήσεων και την πεποίθηση των αγορών πως μέσα στο 2024 θα αρχίσουν οι μειώσεις. Βέβαια, προβλέπουν τρεις μειώσεις της τάξης του 0,25% αντί για πέντε που εκτιμούν οι αγορές αλλά αυτό δεν φάνηκε να πτοεί τους επενδυτές, οι οποίοι μάλλον πιστεύουν πως στους επόμενους μήνες η Fed θα συμφωνήσει τελικά μαζί τους.
Από την άλλη μεριά, μέσα στις ανακοινώσεις και τις εκτιμήσεις τους είναι φανερό πως το «πάτωμα» στο οποίο θα σταματήσει η πτώση των επιτοκίων κάποια στιγμή μέσα στα επόμενα τρία χρόνια δύσκολα θα είναι κάτω από το 3%, δηλαδή πολύ υψηλότερα από τα επίπεδα που είχαμε πριν το 2022 αλλά αυτό μάλλον δεν απασχόλησε πολύ τις αγορές.
Ακούγοντας και τον διοικητή Πάουελ, είναι φανερό πως αυτή την περίοδο οι πιθανότητες να επιτευχθεί αυτό που πολλοί θεωρούσαν αδύνατο, δηλαδή η ομαλή προσγείωση της οικονομίας χωρίς την πρόκληση οικονομικής ύφεσης και τη σημαντική άνοδο της ανεργίας, είναι το πιο πιθανό ενδεχόμενο.
Ανεξάρτητα από τους οποιουσδήποτε προβληματισμούς για το τι θα γίνει σε δύο με τρία χρόνια από τώρα, είναι φανερό πως οι αγορές μετοχών και ομολόγων αγκαλιάζουν αυτό το σενάριο, τουλάχιστον μέχρι να εμφανιστούν οικονομικές μετρήσεις που θα το αμφισβητήσουν. Αργότερα σήμερα θα δούμε αν οι απόψεις της ΕΚΤ και της Κριστίν Λαγκάρντ διαφέρουν από αυτές των Αμερικανών συναδέλφων τους.
Στην περίπτωση που δεν διαφέρουν, θα είναι σαν να μας κλείνουν το μάτι και να μας λένε πως έχουμε σχεδόν ξεμπερδέψει από τον πληθωρισμό. Παρότι οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν πολλές λανθασμένες προβλέψεις στο παθητικό τους, υποθέτουμε πως οι αγορές δεν έχουν κανένα πρόβλημα να πάρουν τοις μετρητοίς την αισιοδοξία τους.