Του Βασίλη Γεώργα
Στη μέγγενη των «θεσμών» θα βρίσκεται από σήμερα και τουλάχιστον για τους επόμενους τέσσερις μήνες η κυβέρνηση. Η περιβόητη 3η αξιολόγηση, που πιθανόν θα αποδειχθεί η κρισιμότερη του προγράμματος και Λυδία λίθος για τον κυβερνητικό σχεδιασμό «εξόδου από το Μνημόνιο», ξεκινά με τόσο σημαντικές αντιξοότητες ώστε να θεωρείται σχεδόν προεξοφλημένο ότι θα οδηγήσει γρήγορα σε πρόσθετες οικονομικές επιβαρύνσεις, πλέον των 1,8 δισ. ευρώ που έχουν δρομολογηθεί για το 2018.
Ο εκτροχιασμός στα φορολογικά έσοδα του προϋπολογισμού τους τελευταίους μήνες, η σοβαρή καθυστέρηση στην υλοποίηση των 95 προαπαιτούμενων και η παταγώδης αποτυχία της κυβέρνησης στο μέτωπο της ανάπτυξης, έχουν φέρει την οικονομία μπροστά σε ένα νέο αρνητικό σοκ ώστε πλέον να αμφισβητείται έντονα η δυνατότητα όχι μόνο να επιτευχθεί ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ χωρίς επιπρόσθετα μέτρα, αλλά ακόμη και αυτή η αυτόνομη επανάκαμψη της χώρας στις αγορές από το 2018.
Η ύφεση της τελευταίας διετίας σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε ένδειξης ότι η Ελλάδα επιστρέφει σε τροχιά στιβαρής ανάκαμψης, έχουν ενισχύσει τις αμφιβολίες ότι ακόμη ένα πρόγραμμα –το τρίτο κατά σειρά- απειλείται με αποτυχία σε ότι αφορά τον βασικό σκοπό του που είναι να ανακτήσει η οικονομία την πρόσβαση στις αγορές για νέα δάνεια.
Η στάση των αγορών είναι εξαιρετικά επιφυλακτική και αποτυπώνεται τόσο στην αδυναμία υποχώρησης του κόστους δανεισμού κάτω από το 5,5% από το καλοκαίρι και μετά, όσο και στην αποστασιοποίηση των διεθνών οίκων αξιολόγησης που διστάζουν να προβούν στις απαιτούμενες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης, πριν δουν ορατά στοιχεία βελτίωσης.
Ως εκ τούτου η επιστροφή των δανειστών στην Αθήνα για την αξιολόγηση του προγράμματος, παίρνει χαρακτηριστικά σκληρής δοκιμασίας. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων –από σήμερα με τα τεχνικά κλιμάκια και από την ερχόμενη Δευτέρα με τους επικεφαλής της τρόικας - θα είναι πρωτίστως η ανάγκη «διόρθωσης» της δημοσιονομικής πορείας -όπως την αντιλαμβάνεται το Βερολίνο- και αμέσως μετά οι μεταρρυθμίσεις (Δημόσιο, κόκκινα δάνεια - πλειστηριασμοί, εργασιακά κ.α) όπως τις έχει ζητήσει το ΔΝΤ, που θα καθορίσουν τον χρόνο και το αποτέλεσμα. Υπό αυτό πρίσμα αυτό τίθενται υπό αίρεση οι εξαγγελίες της κυβέρνησης για τους φετινούς αποδέκτες του προς διανομή «κοινωνικού μερίσματος» ύψους 800 εκατ. ευρώ από το υπερβάλλον πλεόνασμα του 2017, ενώ υπό παρακολούθηση από τους δανειστές ως προς τις πηγές χρηματοδότησης της, μπαίνει και η συμφωνία αναβάθμισης των F16 με τις ΗΠΑ που θα κοστίσει 2,4 δισ. δολάρια.
Με την πρόβλεψή του για πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,2% το 2018, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει ήδη πετάξει το μπαλάκι στην ευρωζώνη ώστε να χειριστεί εκείνη το ενδεχόμενο νέων μέτρων εφόσον το απαιτήσει η εξέλιξη των μεγεθών του προϋπολογισμού. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με την ενεργοποίηση του αυτόματου κόφτη δαπανών την επόμενη χρονιά, είτε -όπως είναι και το πιθανότερο- με την ταχύτερη εφαρμογή των περικοπών στις συντάξεις και στο αφορολόγητο που έχουν ψηφιστεί προκαταβολικά για να ισχύουν το 2019 και το 2020.
Σε περίπτωση εκτροχιασμού, αυτό θα είναι το καλό σενάριο που θα συνδυαστεί με ένα νέου τύπου μνημόνιο υπό τη μορφή πιστωτικής γραμμής για να διασφαλιστεί η χρηματοδότηση της χώρας την επόμενη διετία. Το αμέσως χειρότερο θα μας οδηγήσει πάλι σε απομόνωση από τις αγορές και στην ανάγκη επιμήκυνσης του υπάρχοντος μνημονίου με πρόσθετους όρους, ή ακόμη και σε διαπραγματεύσεις για νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης.
Γεγονός είναι, πάντως, ότι ενώ όλες οι πλευρές εμφανίζονται να απεύχονται την περαιτέρω επιβάρυνση της οικονομίας με περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα, κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει πως τελικά δεν θα ληφθούν ή ότι τη λήξη του 3ου προγράμματος δεν θα διαδεχθεί ένα 4ο μνημόνιο. Για όσο χρονικό διάστημα κλειδί για τη βιωσιμότητα του χρέους θα είναι τα υψηλά και επαναλαμβανόμενα πλεονάσματα, η πίεση νέων περικοπών σε συντάξεις, μισθούς και δημόσια έξοδα, θα είναι διαρκής.