Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Διάθεση για ενίσχυση της κατανάλωσης και των επενδύσεων εντοπίζει στους βασικούς δείκτες συγκυρίας η Εθνική Τράπεζα με αποτέλεσμα να προβλέπει επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας στο υπόλοιπο του έτους, μετά από επιβράδυνση στα τέλη του 2018 και τις αρχές του 2019.
Οι αναλυτές της τράπεζες τονίζουν τις εντυπωσιακές επιδόσεις σε ομόλογα και μετοχές το τελευταίο διάστημα και δεν αποκλείουν υψηλότερη του αναμενόμενου ανάπτυξη στο β'' εξάμηνο του 2019 λόγω της βελτίωσης του κλίματος, στην περίπτωση που η νέα κυβέρνηση επιβεβαιώσει τις προσδοκίες της αγοράς.
Όπως αναφέρεται σε έκθεση της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της τράπεζας, η αυξημένη εμπιστοσύνη και οι ευνοϊκές νομισματικές συνθήκες στηρίζουν την ανάκαμψη, πολλών ταχυτήτων, της ελληνικής οικονομίας και καθιστούν ελκυστικότερα τα ελληνικά χρεόγραφα.
Μάλιστα, ελληνικές μετοχές και ομόλογα πρωταγωνίστησαν σε κέρδη πανευρωπαϊκά το 1ο εξάμηνο του 2019, παρά τη διόρθωση των τελευταίων ημερών, αντανακλώντας μια ελκυστική σχέση απόδοσης-κινδύνου της χώρας, σε ένα περιβάλλον χαμηλών ή/και αρνητικών αποδόσεων διεθνώς.
Επιπλέον, η ανάκαμψη στην αγορά ακινήτων ανεβάζει ταχύτητα, με τις τιμές κατοικιών να αυξάνονται κατά 4,0%, ετησίως, το 1ο τρίμηνο του 2019 (5,8% στην Αθήνα) στηριζόμενες από: α) τη ζήτηση από το εξωτερικό (εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων 1,4 δισ. ευρώ το 2018 με τάση περαιτέρω επιτάχυνσης το 2019), β) τη χρήση για βραχυπρόθεσμη ενοικίαση και γ) τις αυξανόμενες αγορές ημεδαπών με αυτοχρηματοδότηση.
Θετικές εκπλήξεις στο 2ο εξάμηνο του 2019, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν την ετήσια αύξηση ΑΕΠ άνω του 1,8% ετησίως το 2019, θα μπορούσαν να προέλθουν από επιπλέον ενίσχυση της εμπιστοσύνης (ειδικά στον εταιρικό τομέα), θετικό πρόσημο στα τουριστικά έσοδα (αύξηση μεγαλύτερη του 2,0% ετησίως) και ήπια βελτίωση των τάσεων στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Πρόκληση η διατήρηση ρυθμών ανάπτυξης στο 2,0% ετησίως, ή υψηλότερων, τα επόμενα χρόνια, η οποία προϋποθέτει: α) υγιή αύξηση των επενδυτικών δαπανών και του παραγωγικού δυναμικού, ιδίως σε κλάδους υψηλής παραγωγικότητας, β) ποιοτική αναβάθμιση της εργασίας και γ) ενίσχυση του ποσοστού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών που συμμετέχουν ενεργά στην οικονομική ανάκαμψη.
Συνεπώς, επαφίεται στη νεοεκλεγμένη κυβέρνηση να αποδείξει τη βούλησή της να ανταποκριθεί στις προαναφερόμενες προκλήσεις, επιβεβαιώνοντας τις σχετικές προσδοκίες της αγοράς.