Ζημιές εμφάνισε η Credit Suisse Group AG στο διάστημα του πρώτου τριμήνου του 2016, έναντι κερδών την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, εξαιτίας της προσπάθειας αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων επενδυτικής τραπεζικής.
Ειδικότερα, σύμφωνα με ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, η ελβετική τράπεζα παρουσίασε ζημιές της τάξης των 302 ελβετικών φράγκων (273,14 εκατ. δολάρια), έναντι κερδών ύψους 1,05 δισ. φράγκων αντίστοιχα πέρυσι. Τα προ φόρων αποτελέσματα διαμορφώθηκαν σε ζημιές 484 εκατ., έναντι κερδών 1,51 δισ. φράγκων πέρυσι.
Παράλληλα, τα έσοδα για την ίδια περίοδο μειώθηκαν κατά 30% στα 4,64 δισ. ελβετικά φράγκα, από τα 6,65 δισ. φράγκα το πρώτο τρίμηνο του 2015.
Σημειώνεται πως οι αναλυτές ανέμεναν καθαρές ζημιές 424 εκατ. φράγκων, σε δημοσκόπηση του Reuters.
Το τμήμα Global Markets της επενδυτικής τραπεζικής της Credit Suisse, που «φιλοξενεί» προβληματικές θέσεις χρέους που προκαλούν σημαντικές απομειώσεις, εμφάνισε ζημιές προ φόρων 635 εκατ. φράγκων από κέρδη 842 εκατ. φράγκων το ίδιο τρίμηνο πέρυσι, με τα έσοδα να μειώνονται κατά 60%.
Αντίθετα, οι δραστηριότητες διαχείρισης πλούτου, τμήμα στο οποίο έχει στηριχθεί η τράπεζα για την αναδιάρθρωσή της, εμφάνισε βελτιωμένα μεγέθη.
Ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Tidjane Thiam, ανέφερε πως ενώ υπάρχουν διστακτικές ενδείξεις μιας πολυπόθητης ενίσχυσης της δραστηριότητας των πελατών το Μάρτιο και τον Απρίλιο, «τα χαμηλά επίπεδα της δραστηριότητας των πελατών ενδεχομένως να επιμείνουν στο δεύτερο τρίμηνο του 2016 και έπειτα».
Στα σχέδιά του περιλαμβάνεται η περαιτέρω μείωση του κόστους κατά 3 δισ. φράγκα και άνω έως το 2018. καθώς και η μείωση του προσωπικού σε παγκόσμιο επίπεδο κατά 6.000.
Οι μετοχές της Credit Suisse έχουν χάσει σχεδόν το 50% της αξίας τους απ' όταν ο T. Thiam ανέλαβε τα καθήκοντά του τον περασμένο Ιούλιο. Ο διευθύνων σύμβουλος επιδιώκει την απομάκρυνση της Credit Suisse από την επενδυτική τραπεζική και τη μετάβαση προς τη διαχείριση πλούτου, που αποτελεί λιγότερο κοστοβόρα και πιο αξιόπιστη δραστηριότητα.
Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, η μετοχή της εταιρείας ενισχύεται άνω του 5%.