Του Γιώργου Φιντικάκη
Στα νούμερα που πρόκειται να ανακοινώσει η ΕΛΣΤΑΤ για την ανάπτυξη, αναζητά το σωσίβιο» η κυβέρνηση ενόψει των δύσκολων διαπραγματεύσεων με τους δανειστές.
Στον απόηχο των προειδοποιήσεων του Γερμανού κεντρικού τραπεζίτη Γενς Βάιντμαν ότι η 20η Αυγούστου δεν ήταν το τέλος, και της ανησυχίας που εκφράζουν για την οικονομία ξένοι και Έλληνες αναλυτές, το οικονομικό επιτελείο προσδοκά σε ένα «καλό νέο» από την ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία του ΑΕΠ.
Αύριο Δευτέρα, η ελληνική στατιστική αρχή ανακοινώνει τα στοιχεία για το ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ στο β' τρίμηνο του έτους. Ιδανικά το οικονομικό επιτελείο θα ήθελε αυτός, να έχει μπροστά το 2, όμως θα είναι ικανοποιημένο ακόμη και αν το επίπεδο ανάπτυξης είναι λίγο κάτω από αυτό.
Αν πάρει το «δώρο» που περιμένει, τότε θα μπορεί στις 10 Σεπτεμβρίου, οπότε και επιστρέφουν οι θεσμοί στην Αθήνα, να υποστηρίξει κατά τις διαπραγματεύσεις, ότι το πλεόνασμα θα κινηθεί με χαρακτηριστική άνεση πάνω από το 4% του ΑΕΠ, τόσο το 2018 όσο και το 2019.
Σε αυτή τη περίπτωση, δημιουργείται ένα δημοσιονομικό περιθώριο της τάξεως των 900 εκατ. ευρώ, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η καταβολή έκτακτου μερίσματος μέσα στον Δεκέμβριο.
Στο ίδιο μοτίβο, το οικονομικό επιτελείο θα επιχειρηματολογήσει ότι αντίστοιχος δημοσιονομικός χώρος, της τάξεως των 800-900 εκατ. ευρώ, δημιουργείται και για το 2019, επομένως μπορεί να χρηματοδοτήσει το περίφημο «κοινωνικό πακέτο», με μέτρα μόνιμου χαρακτήρα, που δεν θα εφαρμοστούν δηλαδή μόνο του χρόνου.
Σε αυτή τη λογική κινούνται οι καθημερινές δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών – κάτι αντίστοιχο αναμένεται να κάνει και ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ - αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο, κατά πόσο οι… ευσεβείς αυτοί πόθοι, μπορούν να γίνουν και πραγματικότητα. Τρεις λόγοι συνηγορούν σε αυτό.
Οι επενδύσεις
Καταρχήν είναι εξαιρετικά αβέβαιο αν το ΑΕΠ του β'' τριμήνου έχει κινηθεί με αντίστοιχο ρυθμό εκείνο του πρώτου, που έκλεισε με 2,3%. Τα μέχρι στιγμής στοιχεία, δείχνουν αύξηση στις χονδρικές και λιανικές πωλήσεις, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να αποτυπωθούν στο ΑΕΠ και ως αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Από την άλλη όμως, καταγράφουν μεγάλη αύξηση των εισαγωγών, με το εμπορικό ισοζύγιο να είναι επιβαρυμένο σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο της περυσινής χρονιάς.
Αυτό δεν είχε καταγραφεί ως μεταβολή στα στοιχεία του α' τριμήνου, άρα το ΑΕΠ του β' τριμήνου έχει εξ' αρχής ένα «βαρίδι». Όλα επομένως θα εξαρτηθούν από την πορεία των επενδύσεων, δηλαδή του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου.
Το πρώτο τρίμηνο ήταν απογοητευτικό με τις επενδύσεις να μειώνονται κατά τουλάχιστον 10%. Μένει να φανεί αν υπήρξε αντιστροφή της τάσης στο β' τρίμηνο.
Η μείωση στις συντάξεις
Το δεύτερο στοιχείο, αφορά στην ελληνική θέση ότι η μείωση των συντάξεων δεν συνιστά συμφωνημένη μεταρρύθμιση.
Εκτός του ότι αυτή η θέση, συναντά την έντονη αντίδραση του ΔΝΤ, δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι εκφράζει και (όλους) τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ενώ πρόσφατα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς, έκανε σαφή την αντίθεση της Γερμανίας, λέγοντας ότι "οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται".
Προς το παρόν, οι δημόσιες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών μπορούν να κινούνται σε ολοένα και υψηλότερους τόνους αισιοδοξίας, αλλά τελικώς, αυτό που έχει σημασία είναι το τι θα συμφωνηθεί πίσω από τις κλειστές πόρτες του Eurogroup, πιθανότατα στις 5 Νοεμβρίου.
Η Κομισιόν μπορεί να δείχνει ότι στηρίζει την ελληνική θέση, ωστόσο δεν αποφασίζει εκείνη.
Στην πραγματικότητα, δεν έχει καν υπάρξει ένδειξη ότι οι δανειστές μπορούν να αποδεχθούν την «ανταλλαγή» της μη μείωσης των συντάξεων με την μη ενεργοποίηση των περίφημων αντίμετρων. Πόσο μάλλον, όταν η ελληνική πλευρά θέλει να μοιράσει και όλο το υπερπλεόνασμα της επόμενης χρονιάς και μάλιστα μέτρα μόνιμου χαρακτήρα, εξαντλώντας ουσιαστικά όλα τα «μαξιλάρια ασφαλείας» του κρατικού προϋπολογισμού.
Η αμφιβολία για το πλεόνασμα
Τέλος, το τρίτο στοιχείο αφορά στην προέλευση του πλεονάσματος. Η ελληνική «γραμμή» στηρίζεται στην άποψη ότι το πρωτογενές πλεόνασμα έχει παραχθεί από μόνιμες πηγές, επομένως δεν έχει επηρεαστεί θετικά από παράγοντες που θα πάψουν να υπάρχουν στο μέλλον, ανατρέποντας την κατάσταση προς το χειρότερο.
Η θεώρηση αυτή είναι υπεραισιόδοξη. Το πρωτογενές πλεόνασμα, έχει βοηθηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα συνεχή «ψαλίδια» στις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, καθώς και από τα έσοδα από φόρους παρελθόντων ετών.
Μόνο η οικειοθελής αποκάλυψη εισοδημάτων, βοήθησε το πρωτογενές πλεόνασμα με περισσότερα από 750 εκατομμύρια ευρώ. Το μέτρο όμως αυτό εφαρμόσθηκε μια φορά, και πλέον έχει πάψει να υπάρχει.