Είναι γνωστό πως αυτοί που έφεραν τον Αττίλα στην Κύπρο, η χούντα του Ιωαννίδη και το ενεργούμενο της η ΕΟΚΑ Β', προσπαθούσαν επί πολλά χρόνια, για να αποσείσουν τις εγκληματικές ευθύνες τους, να κατηγορήσουν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για τον Αττίλα 2. Λες και δεν προηγήθηκε ο πρώτος και καθοριστικός Αττίλας. Επιχειρησιακά, ο πόλεμος στην Κύπρο χάθηκε στις 20 και 21 Ιουλίου 1974 όταν η ελληνική στρατιωτική ηγεσία έκανε σωρεία λανθασμένων χειρισμών, θέλω να πιστεύω από ανεπάρκεια.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τον Αύγουστο του 1974, όταν ξεκίνησε ο Αττίλας 2, είχε να αντιμετωπίσει δύο βασικά προβλήματα. Πρώτον, στο διαλυμένο στρατό ξηράς κυριαρχούσαν οι αξιωματικοί οι προσκείμενοι στο δικτατορικό καθεστώς, στους οποίους ουδεμία εμπιστοσύνη είχε. Άλλωστε το φιάσκο της επιστράτευσης ήταν αδιάψευστος μάρτυς της κατάστασης που βρισκόταν ο Στρατός ξηράς.
Δεύτερον, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ήταν παντελώς ανοχύρωτα, κάτι που σήμαινε πως σε περίπτωση γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου θα ήταν εύκολη λεία. Δηλαδή θα είχαμε και άλλη απώλεια εθνικού εδάφους. Να γίνει αντιληπτό πως η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας έπρεπε να λάβει μια πολύ κακή ή μια κάκιστη απόφαση. Αυτές ήταν οι επιλογές που υπήρχαν τότε πάνω στο τραπέζι.
Το πρόβλημα τότε, τον Αύγουστο του 1974, δεν ήταν απλώς να πολεμήσει και η Ελλάδα, αλλά να πολεμήσει νικηφόρα. Όλες οι στρατιωτικοί παράμετροι μαρτυρούν πως αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει. Απλώς οι Τούρκοι και πάλι θα επετύγχαναν τον στόχο τους, αλλά με μεγαλύτερες απώλειες, ενώ η πατρίδα μας και αυτή θα υφίστατο απώλειες και πιθανόν να έχανε και ένα ή δύο νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Γι’ αυτό ακριβώς σήμερα η Τουρκία έχει αναγορεύσει την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου σε κορυφαίο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η οχύρωση τους ανατρέπει τους σχεδιασμούς της.
Αν πάμε λίγο πιο πίσω, θα δούμε πως στην δεκαετία του '50, σύσσωμη η πολιτική ηγεσία, πλην Παπάγου, θεωρούσε το Κυπριακό ζήτημα ένα πάρεργο της εξωτερικής μας πολιτικής που διατάρασσε τις σχέσεις της χώρας με τις ΗΠΑ και κυρίως με την Μ. Βρετανία, εν καιρώ ψυχρού πολέμου. Επί πλέον η πορεία του Κυπριακού ορίσθηκε και από τις πολύ κακές προσωπικές σχέσεις του Καραμανλή με τον Μακάριο, ο οποίος ουσιαστικά ήθελε να υπαγορεύει στην Ελληνική κυβέρνηση την εξωτερική της πολιτική.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τον Αύγουστο του 1974 βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα. Θα έστελνε στρατό στην Κύπρο με ελάχιστες ως μηδαμινές πιθανότητες επιτυχούς έκβασης της εκστρατείας ή θα διαφύλασσε τόσο την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας όσο και την δημοκρατία που μόλις έκανε τα πρώτα της βήματα; Επέλεξε ως γνωστόν την δεύτερη λύση και κατηγορήθηκε γι’ αυτό από αυτούς που έφεραν τον Αττίλα στο νησί.
Αν μπορεί να βγει ένα συμπέρασμα χρήσιμο για το σήμερα από την κυπριακή τραγωδία, είναι πως η αμυντική θωράκιση της πατρίδας μας, κυρίως των νησιών του Αιγαίου και η αποφασιστικότητα της πολιτικής ηγεσίας, αποτελούν conditio sine qua non για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας.
ΥΓ. Επικρατεί η πλάνη ότι την κατάσταση στην Κύπρο την διαμόρφωσαν οι ΗΠΑ. Λάθος. Όλο το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ ήταν απασχολημένο με τα απόνερα του Γουότεργκεϊτ. Ως γνωστόν ο πρόεδρος Νίξον είχε παραιτηθεί στις 9 Αυγούστου 1974, πέντε ημέρες πριν από τον δεύτερο Αττίλα. Αυτή που καθόρισε τις εξελίξεις ήταν η βρετανική κυβέρνηση των Εργατικών. Σε σύσκεψη στην Ντάουνινγκ Στριτ, που έγινε στις 14/8/1974 υπό την προεδρία του Χ. Ουίλσων, αποφασίστηκε η Μ. Βρετανία να μην παρέμβει για να σταματήσει τον Αττίλα 2, ενώ απορρίφθηκε το αίτημα του Καραμανλή, οι Βρετανοί να παράσχουν αεροπορική κάλυψη στην αποστολή μιας ελληνικής μεραρχίας από την Κρήτη στην Κύπρο.