Το αδιέξοδο των πολιτών και η οικονομία που «τρέχει»
Shutterstock
Shutterstock

Το αδιέξοδο των πολιτών και η οικονομία που «τρέχει»

Η επιλογή της κυβέρνησης να επαναφέρει σε πρώτο πλάνο την οικονομία και τις μεταρρυθμίσεις -ενόψει μιας σύντομης προεκλογική περιόδου, που οδηγεί, όμως, σε μια εξαιρετικά κομβική κάλπη- δεν είναι τυχαία. Μετά από μία μακρά περίοδο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης, η οποία συνεχίζεται με αφορμή κάθε πτυχή της επικαιρότητας, το Μέγαρο Μαξίμου είναι σαφές ότι επενδύει και πάλι σε αυτό, που γνωρίζει να κάνει καλά, την παρουσίαση ενός συγκεκριμένου σχεδίου για την επόμενη ημέρα, επιδιώκοντας την ευθεία σύγκριση με τις πολιτικές δυνάμεις, που βρίσκονται απέναντί του.

Η οικονομία και οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν, άλλωστε, το «προνομιακό» πεδίο για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα ειπώθηκαν μπροστά στις κάμερες κατά τη συνάντησή του με τον Ευρωπαίο Επίτροπο Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι, ο οποίος διαχώρισε την Ελλάδα από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, σε ό,τι αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης, αποδίδοντας τα εύσημα στον Έλληνα πρωθυπουργό.

Αξιοποιώντας τη συνάντηση αυτή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε δύο σαφή μηνύματα. Πρώτον, η κυβέρνηση είναι ισχυρή, δεύτερον, είναι προσηλωμένη στην προώθηση μεταρρυθμίσεων και τη συμμόρφωση με τις δημοσιονομικές της υποχρεώσεις, όπως τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Σε αυτό το πλαίσιο και κάνοντας ένα βήμα παραπέρα, εντάσσεται και η επιλογή του οικονομικού επιτελείου, να προαναγγείλει σειρά μόνιμων παρεμβάσεων για το 2025, ύψους 870 εκατ. ευρώ. Μεταξύ αυτών, η αύξηση συντάξεων και το 2025, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος των ελεύθερων επαγγελματικών, η μείωση ασφαλιστικών εισφορών και η μονιμοποίηση της απαλλαγής των αγροτών από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο.

Με τις ανακοινώσεις αυτές, η κυβέρνηση πέτυχε να δώσει ένα δείγμα προθέσεων για την επόμενη ημέρα, στοχεύοντας σε αυτό, που απασχολεί περισσότερο τους πολίτες, τις οικονομικές τους προοπτικές. Όταν, λοιπόν, τίθεται ως διακύβευμα της κάλπης η πολιτική σταθερότητα, ταυτόχρονα παίρνει «σάρκα και οστά» το δίλημμα της ανανέωσης ή μη, της στήριξης των ψηφοφόρων προς την κυβέρνηση, ώστε να είναι σε θέση να υλοποιήσει το πρόγραμμά της.

Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ακόμη κι αν αυτές καταγράφουν απώλειες για τη Νέα Δημοκρατία, υπάρχουν δύο στοιχεία, που μετατρέπονται αυτόματα σε «ατού» για την κυβέρνηση. Το πρώτο, που αποτυπώθηκε ευκρινώς στη δημοσκόπηση της Alco, είναι ότι το 44% των ερωτηθέντων απαντά ότι δεν υπάρχει άλλο κόμμα, που αυτή τη στιγμή, να αποτελεί εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Ποσοστό, που ξεπερνά τα ποσοστά τόσο της Νέας Δημοκρατίας, όσο και του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Η παρουσίαση στους πολίτες ενός συγκροτημένου κυβερνητικού σχεδίου με συγκεκριμένες αναφορές στην οικονομία ή σε μεταρρυθμίσεις, που έπονται, ενισχύει αυτό ακριβώς το στοιχείο, όταν, μάλιστα, η κυβέρνηση επικρίνει την αντιπολίτευση ότι δεν διαθέτει πρόταση και οι πολίτες κρίνουν ουσιαστικά ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν διαθέτουν το χαρακτηριστικό της κυβερνησιμότητας.

Δεύτερο στοιχείο των δημοσκοπήσεων, εκείνο, που αναφέρει ότι το 41% των αναποφάσιστων ήταν ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου. Ένα στοιχείο, που δείχνει ότι οι διαρροές, που καταγράφονται, δεν έχουν απορροφηθεί στο σύνολό τους από άλλους πολιτικούς χώρους, είτε προς το κέντρο, είτε προς τα δεξιά. Επομένως, η κυβέρνηση έχει μια αρκετά σημαντική «δεξαμενή» στην οποία μπορεί να απευθυνθεί και να πείσει εκ νέου τους ψηφοφόρους, ώστε να την εμπιστευθούν και σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση.

Είναι προφανές ότι οι δημοσκοπήσεις αντανακλούν ένα υπαρκτό αδιέξοδο, τρόπο τινά, των πολιτών, που η κυβέρνηση επιδιώκει να μετατρέψει σε πλεονέκτημα για την ίδια.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται το επόμενο διάστημα, κατά τις περιοδείες του ανά την Ελλάδα, να επιμείνει στο δίλημμα της κάλπης, ζητώντας από τους ψηφοφόρους να μην διαταράξουν, όπως θα επισημαίνει, την πορεία της χώρας και να μην θέσουν σε κίνδυνο όσα έχουν επιτευχθεί, κυρίως στην οικονομία, με δεδομένο ότι στην κάλπη των ευρωεκλογών έχει δοθεί, εκτός από ευρωπαϊκή και εθνική σημασία.

Με αυτήν τη στρατηγική, το κυβερνητικό επιτελείο εκτιμά ότι ο πρωθυπουργός απευθύνεται εκ νέου στους πολίτες του μεσαίου χώρου, καθιστώντας σαφές ότι οι επιλογές προς ΣΥΡΙΖΑ ή ΠΑΣΟΚ και η αποδυνάμωση της κυβέρνησης, ακόμη κι αν δε δρομολογεί πολιτικές εξελίξεις, μπορεί να δημιουργήσει ένα αρνητικό πολιτικό κλίμα.