Τα ενθαρρυντικά μηνύματα για τις προοπτικές της οικονομίας, τα νέα δεδομένα που σηματοδοτεί η επιτυχημένη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τρ. Πειραιώς, αλλά και ο στόχος για επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού κόκκινων δανείων, βρέθηκαν στο τραπέζι της συνάντησης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννη Στουρνάρα.
Στην συζήτηση, που σύμφωνα με τις πληροφορίες, αφορούσε όλα τα θέματα της οικονομίας και των τραπεζών, κυριάρχησε το γεγονός ότι μεσούσης της κρίσης, καταγράφηκε υπερκάλυψη της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Τρ. Πειραιώς, κίνηση που συνιστά ψήφος εμπιστοσύνης για την ελληνική οικονομία, καθώς και η γενικότερη πορεία ανάταξης του τραπεζικού συστήματος, προκειμένου να δημιουργηθεί το κατάλληλο χρηματοοικονομικό περιβάλλον με το οποίο θα διασφαλιστεί ρευστότητα για την πραγματική οικονομία.
Στο μέτωπο της οικονομίας, οι τελευταίες εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου, προβλέπουν ανάκαμψη 3,6% εφέτος έναντι ρυθμού αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4,2% από την ΤτΕ και εκρηκτική ανάπτυξη 6,2% το 2022.
Όσο για την αναβαλλόμενη φορολογία, το ζήτημα παραμένει, παρά την αποτελεσματικότητα του «Ηρακλή», πάντως, που και ο ίδιος ο διοικητής της ΤτΕ έχει δημόσια αναγνωρίσει. Σημειωτέων ότι στο πλαίσιο της πρόσφατης ετήσιας τακτικής γενικής συνέλευσης μετόχων της ΤτΕ, ο κ. Στουρνάρας, είχε δηλώσει ότι με όταν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα «Ηρακλής» εντός του 2021, τότε ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25%.
Επίσης ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας θα υποχωρήσει χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα, αλλά άνω του ελάχιστου εποπτικού ορίου, με ταυτόχρονη αύξηση του ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαια των τραπεζών.
«Σε αυτούς τους δείκτες, όμως, δεν περιλαμβάνονται τα νέα ΜΕΔ (σ.σ. περί τα οκτώ με 10 δισ. ευρώ) που αναμένεται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο, λόγω των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης», είχε δηλώσει ο κ. Στουρνάρας.
Και είχε τονίσει ότι θεωρεί απαραίτητο να αναληφθούν πρωτοβουλίες που θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των ζημιών λόγω αυξημένου πιστωτικού κινδύνου εξαιτίας της πανδημίας, καθώς και την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, σε συνδυασμό με το ζήτημα της αναβαλλόμενης φορολογίας