Δεν είναι μόνο η «βουλεύτρια» Σκούφα που ερμήνευσε την εισαγωγή των αγγλικών στα νηπιαγωγεία ως μετατροπή τους σε τσιράκια του αμερικανικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού. Δεν είναι μόνο η βουλεύτρια Παπανάτσιου, λογίστρια σε συνεταιρισμό, που δήλωσε «Δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη σε κανέναν νομπελίστα Πισσαρίδη και σε κανέναν νεοφιλελεύθερο»…
(Αναγκαία εκτενής παρένθεση: Δεν υπάρχουν ιερά τέρατα επιστήμης που είναι υπεράνω κριτικής. Άλλωστε και οι φίλοι του Γιάνη με ένα «ν» και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το πρώτο εξάμηνο, οι Τζόζεφ Στίγκλιτς και Πωλ Κρούγκμαν, νομπελίστες ήταν και αυτοί, αλλά κάθε άλλο παρά μας εντυπωσίασαν με την πρακτικότητα των λύσεων που παρείχαν στην πτωχευμένη χώρα μας. Οπότε το θέμα δεν είναι η μη αποδοχή του Πισσαρίδη. Είναι ο ευτελής τρόπος με τον οποίο ένα μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου αναφέρεται σε έναν νομπελίστα. Γιατί ως γνωστόν άμα έχεις κερδίσει Νόμπελ Οικονομικών είναι ισότιμο με τέσσερα χρόνια στο οικονομικό τμήμα και μετά λογιστής στον συνεταιρισμό Ζαγοράς. Ο τρόπος της απαξίωσης είναι προβληματικός. Αλλά βέβαια το έχει πει και ο Μπαλτάς. Η αριστεία είναι ρετσινιά).
Αλλά εκεί όπου η ανευθυνότητα της αντιπολίτευσης χτύπησε κόκκινο ήταν με την καμπάνια του υπουργείου Τουρισμού, του ΕΟΤ και των φορέων τουρισμού, μέσω της Marketing Greece. Εντάξει, δεν ήξεραν ή δεν πίστευαν στον ΣΥΡΙΖΑ ότι η παραγωγή της καμπάνιας έγινε με έξοδα της MG, η οποία έδωσε τα πνευματικά δικαιώματα στον ΕΟΤ ( η MG δεν είναι ιδιωτική εταιρεία, είναι θυγατρική του ΣΕΤΕ, ενός από τους κοινωνικούς εταίρους και του ΞΕΕ).
Όταν όμως όλος ο Προϋπολογισμός του ΕΟΤ είναι 32 εκατομμύρια, είναι δυνατό ο σοβαρός Χαρίτσης, υπεύθυνος Τύπου του κόμματος, να βγαίνει και να καταγγέλλει ότι το σποτ στοίχισε 32 εκατ ;
Δεν είναι που δεν το διασταύρωσε, όπως όφειλε. Είναι και η κοινή λογική. Οσο και να θεωρούν άρπαγες τους της ΝΔ, θα μπορούσαν ποτέ, από οποιαδήποτε κυβέρνηση, να δοθούν 32 εκατομμύρια ευρώ για κάποια σποτ κάποιων δευτερολέπτων;
Και μάλιστα με χρονοκαθυστέρηση, οπότε είχε χρόνο να το διασταυρώσει: «Ο κ. Μητσοτάκης χθες έκανε φιέστα για να παρουσιάσει με τυμπανοκρουσίες το «μεγαλειώδες» project για τον ελληνικό τουρισμό. Σήμερα αποκαλύπτεται ότι η κυβέρνηση της ΝΔ παρέκαμψε τον ΕΟΤ και έδωσε με απ΄ ευθείας ανάθεση 32 εκατ. ευρώ σε ιδιωτική εταιρία…».
Τόση σοβαρή αντιπολίτευση και μετά απορούν τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε στις δημοσκοπήσεις και ο Μητσοτάκης τους ρίχνει στο κεφάλι είκοσι μονάδες.
Και δεν είναι μόνο ο τάλας Χαρίτσης. Είναι και οι κοινοβουλευτικές ομάδες Ευρωβουλής και Εθνικής Βουλής. Οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ζητούν από την Κομισιόν να τοποθετηθεί για το κατά πόσο παραβιάζεται η ευρωπαϊκή νομοθεσία από την νομοθετική πράξη της ελληνικής κυβέρνησης για την απευθείας ανάθεση του έργου της τουριστικής προβολής του εθνικού φορέα Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ) σε ιδιωτική εταιρεία.
Μα δεν ντρέπονται; Δική τους νομοθεσία είναι. Τον Δεκέμβριο του 2016, νομοθέτησαν ότι "για τις συμβάσεις αυτές επιτρέπεται η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 118 του ν 4412/ 2016», κλπ, κλπ. Στη θέση τους θα ντρεπόμασταν.
Είναι και όλη η κοινοβουλευτική ομάδα. Πρόκειται για ανερμάτιστη ομάδα που σε αφήνει άναυδο με αυτά που εκστομίζει στην Ολομέλεια και τις Επιτροπές της Βουλής. Κοινοβουλευτικοί που λόγω θέσεως τους παρακολουθούν επισταμένως, διαπιστώνουν ότι την ίδια στιγμή υποστηρίζουν τα πάντα και τα αντίθετά τους.
Καταψήφισαν στη Βουλή την κύρωση της συμφωνίας για τις εξορύξεις που οι ίδιοι είχαν ψηφίσει ως κυβέρνηση. Είναι υπέρ της Οικολογίας αλλά και υπέρ του λιγνίτη. Κατά των ανεμογεννητριών που χαλούν το περιβάλλον και υπέρ των ορυχείων. Κατά της θέσπισης δεύτερης γλώσσας (αγγλικών) στα νηπιαγωγεία, αλλά υπέρ της θέσπισης δεύτερης γλώσσας, όταν είναι μητρική των γονιών τους.
Καταγγέλλουν κραυγαλέα ιδιωτικοποιήσεις που είτε οι ίδιοι θέσπισαν (για 99 χρόνια) είτε ανανέωσαν, με το τρίτο μνημόνιο που υπέγραψαν. Τάσσονται κατά λύσεων που έχουν θεσπίσει οι ευρωπαϊκές χώρες για τα σκουπίδια, με ατεκμηρίωτα λογύδρια, προκειμένου να μείνουν οι χωματερές για πάντα – και πάντα με την επίκληση των τοπικών κοινωνιών.
Και συνήθως είναι αδιάβαστοι στα νομοσχέδια που επικρίνουν και καλύπτονται μέσα από τις λέξεις «νεοφιλελεύθεροι», «ακροδεξιοί» «ανάλγητοι», «αντιλαϊκοί» και παρόμοια που περιέχει το φραστικό οπλοστάσιο ανθρώπων, οι οποίοι αναπαράγουν τη γλώσσα της κομματικής οργάνωσης και της ταβέρνας με τους συντρόφους.
Μια τέτοια ατεκμηρίωτη και ανεπαρκής αντιπολίτευση, εξακολουθεί να χάνει σε αξιοπιστία και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κυβέρνηση χωρίς να εισπράττει απαξίωση, χωρίς οι βουλευτές της να προκαλούν δυσαρέσκεια - ενίοτε και ιλαρότητα. Και αυτό μπορεί να είναι προς το συμφέρον της ΝΔ, αλλά είναι κακό για τη δημοκρατία.