Γιατί «βράζουν» οι τιμές στη ΝΑ Ευρώπη, τι θα γίνει με το αέριο και ο ρόλος των ΑΠΕ
Λ. Κωνσταντίνου (Aurora Energy)

Γιατί «βράζουν» οι τιμές στη ΝΑ Ευρώπη, τι θα γίνει με το αέριο και ο ρόλος των ΑΠΕ

Η Λιάννα Κωνσταντίνου, Research Analyst, Southeastern Europe της Aurora Energy Research, μιλάει στο Liberal για τις τελευταίες εξελίξεις που επικρατούν στο ενεργειακό τοπίο της ΝΑ Ευρώπης. 

Εξηγεί ποια είναι τα κοινά εμπόδια που έρχονται αντιμέτωπες οι χώρες της ΝΑ Ευρώπης και την οδηγούν σε αυξημένες τιμές ρεύματος αλλά και στην ανισορροπία που επικρατεί μεταξύ της περιοχής και της υπόλοιπης ΕΕ.

Αναφέρεται, επιπλέον, στο κόστος του φυσικού αερίου τα επόμενα χρόνια, το οποίο δεν θα μείνει ανεπηρέαστο από τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις απροσδόκητες διακοπές σε ορισμένες εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).

Απαντά για το αν η επέκταση στις ΑΠΕ μπορεί να «κατευνάσει» τις υψηλές τιμές, αναλύοντας και τον ρόλο της Ελλάδας στον τομέα, ενώ αποκαλύπτει ποια είναι η χώρα που έχει ξεχωρίσει παραπάνω στον κλάδο ευρωπαϊκά.

Συνέντευξη στη Μαργαρίτα Ασημακοπούλου

Αυτήν την περίοδο επικρατεί έντονος ντόρος σε ολόκληρη τη ΝΑ Ευρώπη και για τις τιμές ρεύματος με πολλούς να κάνουν λόγο για ένα «καζάνι» που βράζει στα Βαλκάνια. Πού οφείλεται αυτό το ξέφρενο ράλι τιμών;

Το καλοκαίρι του 2024, η Νοτιοανατολική Ευρώπη ήλθε αντιμέτωπη με εκρηκτικές αυξήσεις στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, που είχαν να παρατηρηθούν από την ενεργειακή κρίση του 2022, που πυροδότησε ο πόλεμος μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, αναδεικνύοντας την ανισορροπία που επικρατεί μεταξύ της περιοχής και της υπόλοιπης ΕΕ. Οι αυξημένες τιμές ρεύματος στην ΝΑ Ευρώπη αποδίδονται σε ένα συγκερασμό παραγόντων. Συγκεκριμένα, οι αυξημένοι καύσωνες οδήγησαν σε υψηλότερη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας και σε μειωμένη παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας.

Το πρόβλημα επιδεινώθηκε από τις διακοπές λειτουργίας ορισμένων πυρηνικών σταθμών, τις αδύναμες ροές στις διασυνδέσεις και τις αυξημένες εξαγωγές ενέργειας προς την Ουκρανία. Η περιορισμένη αποθηκευτική ικανότητα για την ηλιακή και την αιολική ενέργεια εξανάγκασε σε μεγαλύτερη εξάρτηση από το φυσικό αέριο, το οποίο, σύμφωνα με την Aurora, αναμένεται να αντιμετωπίσει αυξανόμενο λειτουργικό κόστος στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα (2024-2027) δεδομένων των γεωπολιτικών εντάσεων, του ακραίου καύσωνα στην Ασία και τη Νότια Ευρώπη και των απροσδόκητων διακοπών σε ορισμένες εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).

Θα βοηθήσουν οι ΑΠΕ να ξεπεραστεί τελικά το φαινόμενο των υψηλών τιμών ρεύματος βάζοντας τέλος σε αυτήν την αβεβαιότητα που επικρατεί;

Η επέκταση των ΑΠΕ δεν αρκεί μόνη της για τον κατευνασμό των υψηλών τιμών, με τις επενδύσεις και σε τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας να καθίστανται ζωτικής σημασίας για την επίτευξη σταθερότητας, ευελιξίας και μακροπρόθεσμης πτώσης της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, προασπίζοντας τη ΝΑ Ευρώπη από την αστάθεια των τιμών του φυσικού αερίου. Παράλληλα, απαιτείται και η επιτάχυνση της ανάπτυξης των διασυνδέσεων στην περιοχή, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η συμφόρηση του δικτύου, οι περικοπές (curtailments) και η γεωγραφική ανισοκατανομή μεταξύ περιοχών υψηλής παραγωγής ρεύματος από ΑΠΕ και περιοχών υψηλής ζήτησης για ρεύμα.

Η ολοκλήρωση της αγοράς (market integration) καθίσταται εξίσου επιτακτική, καθώς επιτρέπει την πρόσβαση σε ΑΠΕ χαμηλού κόστους και βελτιστοποιεί τις διασυνοριακές ροές ηλεκτρικής ενέργειας. Συγχρόνως, οι προσπάθειες χρειάζεται να επικεντρωθούν και στην αντιμετώπιση της συμφόρησης (congestion), στην ευθυγράμμιση των κανόνων της αγοράς ανάμεσα σε κράτη της ΕΕ και σε τρίτες χώρες, καθώς και στην επίτευξη των ευρωπαϊκών στόχων για την εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας, ανοίγοντας, έτσι, τον δρόμο για μια πιο ολοκληρωμένη κι αποτελεσματική αγορά ΑΠΕ στην ΝΑ Ευρώπη.

Θα έλεγε κανείς ότι η Ελλάδα έχει ισχυρά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σαν αγορά στον κλάδο των ΑΠΕ. Σε ποια θέση βρισκόμαστε εμείς ευρωπαϊκά; Είμαστε τελικά μια ελκυστική χώρα για επενδύσεις στις ΑΠΕ συγκριτικά με τον ανταγωνισμό;

Η Ελλάδα έχει αναδειχθεί ως ένας ιδιαίτερα ελκυστικός επενδυτικός προορισμός για ΑΠΕ, αξιοποιώντας τη στρατηγική της θέση και τα εξαιρετικά κλιματικά χαρακτηριστικά της. Σύμφωνα με την Aurora, το 2024, οι ΑΠΕ κάλυψαν σχεδόν το 50% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. H κυβέρνηση προωθεί έργα ΑΠΕ μεγάλης κλίμακας, ιδίως σε πρώην λιγνιτικές περιοχές, που υποστηρίζονται από δημόσιες κι ιδιωτικές επενδύσεις. Η δυναμικότητα των ΑΠΕ της Ελλάδας αναμένεται να ξεπεράσει τους στόχους του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) για το 2030, ενώ τα οικονομικά χαρακτηριστικά των εμπορικών ΑΠΕ ακολουθούν μια δυναμική πορεία.

Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση προωθεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως η καθιέρωση διαγωνισμών Feed-in-Premium, η συμμετοχή σε χονδρεμπορικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και η ενεργή προσπάθεια ένταξης στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας. Επίσης, η Ελλάδα είναι ανερχόμενη αγορά στα Βαλκάνια σε ό,τι αφορά τις εταιρικές συμφωνίες αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (PPAs), με την αγορά αυτή να ωριμάζει σταδιακά. Πρόσφατες δημοπρασίες συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας με μπαταρίες (BESS) πρόκειται να προσθέσουν σχεδόν 1 GW αποθηκευτικής ικανότητας έως το 2025, ενώ υπάρχουν περαιτέρω σχέδια για τη συνεγκατάσταση έργων ΑΠΕ και BESS για την ενίσχυση της σταθερότητας του δικτύου και την προσαρμογή στην αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ.

Παράλληλα, η Ελλάδα επενδύει σημαντικά σε υποδομές, μέσω της ενίσχυσης της διασύνδεσής της με γειτονικά κράτη και της σύνδεσης των νησιών της με το ηπειρωτικό δίκτυο της χώρας έως το 2030, με την υποστήριξη ευρωπαϊκών κονδυλίων ανάκαμψης. Η πρόοδος αυτή αποτυπώνεται και σε διεθνείς κατατάξεις, με την Ελλάδα να συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων αγορών ΑΠΕ στην Ευρώπη ως προς την ελκυστικότητα σχετικών επενδύσεων.

Ποια είναι τα κοινά εμπόδια που συναντά στον δρόμο προς την πράσινη μετάβαση η ΝΑ Ευρώπη;

Η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης διέπεται από μια σειρά κοινών εμποδίων, διαφορετικής βαρύτητας μεταξύ των κρατών, που λειτουργούν ως τροχοπέδη στην ομαλή επίτευξη της πράσινης ενεργειακής μετάβασης. Αρχικά, στην πλειονότητα των βαλκανικών κρατών, συναντώνται περιορισμοί λόγω των υφιστάμενων υποδομών. Συγκεκριμένα, το δίκτυο του ηλεκτρισμού συχνά αδυνατεί να υποστηρίξει την είσοδο νέων ΑΠΕ, ενώ το σύστημα είναι εξαιρετικά κατακερματισμένο και υπάρχει δυσκολία διασύνδεσης με την υπόλοιπη Ευρώπη. Παράλληλα, παραμονεύουν ρυθμιστικές κι οικονομικές προκλήσεις, λόγω της αυξημένης γραφειοκρατίας και, σε πολλές περιπτώσεις, των ασαφών κανονισμών που αποθαρρύνουν τους επενδυτές, ενώ η ανεπαρκής πρόσβαση σε οικονομικά κεφάλαια που απευθύνονται σε έργα ΑΠΕ επιβαρύνει περισσότερο την επίτευξη της ενεργειακής μετάβασης.

Τέλος, το ασταθές πολιτικό σκηνικό σε ορισμένες χώρες της ΝΑ Ευρώπης δυσχεραίνει περαιτέρω την κατάσταση. Παρ’ όλ’ αυτά, τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται διαρκείς προσπάθειες υπερκερασμού των παθογενειών αυτών, με ενεργές προσπάθειες αναδιοργάνωσης του ρυθμιστικού πλαισίου, σύναψης στρατηγικών συμφωνιών με ξένους επενδυτές κι εξασφάλισης σημαντικών κονδυλίων από ευρωπαϊκά ταμεία κι ισχυρούς ενεργειακούς παίκτες.

Πραγματοποιήσατε πρόσφατα μια ανάλυση, η οποία ανέδειξε τη Σερβία ως την ταχύτατα αναπτυσσόμενη αγορά ΑΠΕ. Τι είναι αυτό που την ξεχωρίζει στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης;

Τα τελευταία χρόνια, η Σερβία έχει αναδειχθεί ως μια εκ των πιο ταχύτατα αναπτυσσόμενων αγορών ως προς τον τομέα των ΑΠΕ. Η πρόσφατη έγκριση του ολοκληρωμένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ - NECP) υπογραμμίζει τη φιλοδοξία ενσωμάτωσης περισσότερων ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, θέτοντας ως στόχο το 45% της ηλεκτρικής ενέργειας να προέρχεται από ΑΠΕ έως το 2030. Οι πρόσφατες δημοπρασίες για πριμοδότηση της αγοράς - οι μεγαλύτερες του είδους τους στην περιοχή - εξασφάλισαν 715 MW νέας ισχύος κι επενδύσεις ύψους 1 δισ. ευρώ. Η πρόοδος αυτή υποστηρίζεται από την προώθηση της διμερούς συνεργασίας με προηγμένες αγορές κι από στρατηγικές δημόσιες επενδύσεις, που ως αποτέλεσμα ενισχύουν και την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Συγχρόνως, παρατηρείται ανοδική τάση του ΑΕΠ, χάρη στη βελτίωση της εγχώριας ζήτησης, η οποία οφείλεται στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και στην επιδίωξη φιλόδοξων δημόσιων επενδυτικών σχεδίων, ενώ η βελτίωση των εμπορικών οικονομικών για τις ηλιακές και αιολικές τεχνολογίες συνδράμει περαιτέρω σε αυτό το θετικό κλίμα για πράσινες επενδύσεις. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις όσον αφορά στη διασφάλιση συνδέσεων νέων έργων ΑΠΕ με το δίκτυο. Για την αντιμετώπισή τους, οι παραγωγοί δύνανται να αξιοποιήσουν εναλλακτικά μέτρα, όπως η ανακατανομή της δυναμικότητας ή η συμμετοχή με τη συνεργασία τρίτων στην αγορά. Η προσέγγιση της Σερβίας υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη εξισορρόπησης ανάμεσα στους δυναμικούς πράσινους στόχους και τη σταθερότητα του συστήματος. Σε κάθε περίπτωση, ο συγκερασμός των παραπάνω τάσεων αναδεικνύει την Σερβία ως αγορά υψηλού ενδιαφέροντος για βιώσιμες επενδύσεις στην περιοχή των Βαλκανίων.