«…συνέχισε το δρόμο του με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, διέσχισε τη γέφυρα πάνω στις γραμμές και με κάθε βήμα έβλεπε το στρατόπεδο να πλησιάζει: μια Μαύρη Τρύπα, από την οποία τίποτα δε μπορούσε να ξεφύγει. Αυτός ήταν ο βωμός, η πραγματική κινητήρια δύναμη του φασισμού. Άραγε υπήρχε πουθενά στη γη ένα μέρος όπου είχε γίνει το καλό στον ίδιο βαθμό που εδώ είχε διαπραχθεί το κακό; Αν η κόλαση είχε τούτο το υποκατάστημα στη γη, τότε πού ήταν το αντίστοιχο του ουρανού;…Κάθισε στις φτέρνες του και ακούμπησε το δεξί του χέρι στη σκουριασμένη ράγα.
Από εδώ είχε μπει κι εκείνη. Του φάνηκε σαν να έμπαινε μέσα του η ακίνητη σιωπή -δεν ήταν εκείνος που έμπαινε στο στρατόπεδο, αλλά το στρατόπεδο σε αυτόν. Θύτες και θύματα, όλοι είχαν χαθεί- τόσο ο πατέρας του όσο και η μητέρα του: τι άλλο ήταν ο ίδιος από την προσωποποίηση του στρατοπέδου στο σύνολό του;
Αποφάσισε να κάνει αργά το γύρο των τεσσεράμισι εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων. Σε κάθε τετραγωνικό μέτρο στεκόταν ένας νεκρός». ( Χάρι Μούλις Η Ανακάλυψη του Ουρανού, εκδ. Καστανιώτη, 2001, σελ. 110-111).
Κανένα λογοτεχνικό έργο, καμιά κινηματογραφική ταινία, τίποτα δε μπορεί να αποδώσει αυτό που αισθάνεται ο πολιτισμένος άνθρωπος στη θέα του σημαδεμένου χεριού με τον αριθμό του θανάτου, για έναν απλό λόγο: διότι έχεις μπροστά αυτόν ή αυτήν που πήγε και κατόρθωσε να γυρίσει. Προσπαθείς να μπεις στο μυαλό και στην ψυχή αυτών των ανθρώπων, αλλά το δικό σου το μυαλό χάνεται μόνο με τη σκέψη των όσων πέρασαν. Παθαίνεις ίλιγγο αναλογιζόμενος τι άφησαν πίσω τους όταν μπήκαν στα τρένα και πώς αντιμετώπισαν το Απόλυτο Κακό που συνάντησαν στον «πρωκτό του κόσμου». Βρέθηκαν μπροστά στο Αδιανόητο και στο Ανείπωτο και όσοι επέζησαν, στην αρχή, δε μπορούσαν να πείσουν τους συμπολίτες τους για αυτά που έζησαν. Πώς να πείσεις τον άλλον για το Αδιανόητο; Αφού αδυνατεί να το συλλάβει το μυαλό του! κι αυτός με τον αριθμό στο χέρι πώς θα μπορούσε να μιλήσει για το Ανείπωτο;
Το Ολοκαύτωμα είναι η μνήμη της οδύνης ή η οδύνη της μνήμης. Όπως και να το πεις καταλήγεις στο ίδιο δια ταύτα: « Ποτέ ξανά». Μόνο που αυτό το σύνθημα έχει πλέον υλική υπόσταση. Το Κράτος του Ισραήλ, του οποίου η ισχύς εγγυάται το «Ποτέ ξανά». Όλα τα άλλα είναι ευχολόγια. «Ποτέ ξανά» χωρίς ένα πανίσχυρο Ισραήλ είναι έπεα πτερόεντα. Και όπως είχε πει η Γκόλντα Μέιρ «το όπλο μας και η δύναμή μας είναι ότι δεν έχουμε πού αλλού να πάμε».
Σήμερα που ο αντισημιτισμός—απροκάλυπτος και εγκληματικός ή κεκαλυμμένος και ύπουλος-- βρίσκεται και πάλι σε έξαρση, το «Ποτέ ξανά» είναι το τείχος που υψώνεται στο σύνθημα «από το ποτάμι στη θάλασσα». Το «Ποτέ ξανά» δεν είναι απλώς ένα σύνθημα μνήμης, αλλά μήνυμα ισχύος.
*Αυτόν τον χαρακτηρισμό δίνει ο Χάρι Μούλις.