Ενώ τα φώτα της δημοσιότητας έπεφταν στη συμφωνία-ασυμφωνία της τελευταίας Συνόδου Κορυφής (οι 27 συμφώνησαν να ενισχύσουν τη στήριξη τους στην Ουκρανία, αλλά, στο ενεργειακό μέτωπο, να κάνουν μεν κάτι κοινό, χωρίς όμως να μπορούν να πουν τι μορφή θα πάρει), ο ελέφαντας ήταν στο διπλανό δωμάτιο.
Το ζήτημα δεν θα μπορούσε να παρομοιαστεί με άλλο ζώο, μιας και αφορά τη πολυπληθέστερη, και πιθανώς και ισχυρότερη, χώρα του κόσμου: την Κίνα. Και δεν θα μπορούσε να τεθεί με πιο δύσκολους όρους, μιας και ο πόλεμος στην Ουκρανία και, άρα, η ανάγκη απεξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία, δυναμώνουν τη θέση, και τη δυνατότητα επιρροής, της Κίνας, τη στιγμή ακριβώς που το καθεστώς της, με τη διαιώνιση της κυριαρχίας του Προέδρου Σι, σκληραίνει και, έμμεσα προς το παρόν, απειλεί.
Κατά τη συζήτηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου περί της «στρατηγικής σχέσης με την Κίνα» εμφανίστηκαν, ρητά ή υπόρρητα, δυο τάσεις. Τη μία εξέφρασε η ολοένα και πιο κομψή Φινλανδέζα Πρωθυπουργός: θα ήταν λάθος η μετάβαση από τη ρωσική στην κινεζική εξάρτηση.
Συμφωνούν ή κλίνουν προς το να συμφωνήσουν χώρες όπως η Γαλλία, οι ιβηρικές, οι ανατολικές και οι βαλτικές (που, όλες, κύριο μέλημα έχουν να προστατευτούν και να απεξαρτηθούν, με όποιο κόστος, από τη Ρωσία) και, θα ήθελα να ελπίζω, η Ελλάδα.
Την άλλη άφησε να εννοηθεί ο ολοένα και πιο σιωπηλός Γερμανός Καγκελάριος και δίπλα του στοιχίζονται η Ολλανδία, πιθανότατα η Ιταλία (αλλά ποιος μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά για το πού θα πάει το πλοίο η κυρία Μελόνι;) και άλλες χώρες: η Κίνα είναι όχι απλώς μια κάποια, αλλά η μόνη, λύση.
Η Γερμανία άρχισε ήδη να υλοποιεί μια συμφωνία μαμούθ για κινεζικές επενδύσεις και απόκτηση συμμετοχής από κινεζικές «εταιρίες»-κρατικά παρακλάδια στο λιμάνι του Αμβούργου. Μιας πόλης της οποίας, όλως τυχαίως, ο κ. Σολτς υπήρξε επί πολλά χρόνια Δήμαρχος.
Η «στρατηγική» επιλογή της Ευρώπης έναντι της Κίνας δεν είναι διόλου απλή, καθώς, υπό συνθήκες αυξανόμενης πίεσης (ο πόλεμος δεν τελειώνει, ο χειμώνας έρχεται, οι τιμές της ενέργειας δεν πέφτουν και οι αποθήκες δεν είναι γεμάτες), αγγίζει πολλά ζητήματα πολιτικής κι ακόμα περισσότερα εθνικά και οικονομικά συμφέροντα. Η Κίνα δεν είναι δημοκρατική αλλά είναι έτοιμη να βάλει τα λεφτά της (και) στην Ευρώπη.
Δια της βοήθειας (με το αζημίωτο) της Κίνας, η Ευρώπη μπορεί να ελπίζει ότι θα αναπληρώσει ένα μέρος από την εξάρτησή της από τη Ρωσία -αλλά και, παρόλο που κανένας ηγέτης δεν θα το παραδεχόταν, από τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Καλόπιασμα» της Κίνας, σκέφτονται ίσως κάποιοι (λανθασμένα, κατά τη γνώμη μου), μπορεί να την κάνει λιγότερο απειλητική γι' αυτό που αποκαλούμε Δύση, με την Ευρώπη να θέλει, φύσει και θέσει, να μείνει στο επίκεντρό της.
Κράτος Δικαίου και δημοκρατία, βραχυπρόθεσμες οικονομικές ανάγκες και μακροπρόθεσμοι γεωπολιτικοί στόχοι, εθνικές τάσεις και πιο ενιαία ευρωπαϊκή στάση -το παζλ έχει πάρα πολλά και εγγενώς αταίριαστα κομμάτια. Γίνεται ακόμα πιο δύσκολο, σχεδόν άλυτο, λόγω μιας πρόσθετης, και πολύ πρόσφατης, εξέλιξης: της αισθητής ψύχρανσης των γαλλο-γερμανικών σχέσεων, σε βαθμό, αν όχι εκτροχιασμού, πάντως (προσωρινού;) παγώματος του «άξονα», χωρίς τον οποίο τίποτα δεν μπορεί να κινηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η διαφοροποίηση σε σχέση με την Κίνα (οικονομική προσέγγιση από το Σολτς, διεθνής καταγγελία από το Μακρόν) έρχεται να προστεθεί σε μια αρκετά μακρά σειρά «φιλικών διαφωνιών», που είχαν ως θεαματική κατάληξη την αναβολή της προγραμματισμένης, και πάγιας, ετήσιας συνάντησης των αντιπροσωπιών των δυο χωρών.
Το Παρίσι ενοχλούν μονομερείς ενέργειες της Γερμανίας, όπως η αναγγελία εθνικού προγράμματος στήριξης για την ενεργειακή κρίση (τη στιγμή ακριβώς που συζητιόταν το αντίστοιχο ευρωπαϊκό πρόγραμμα), η διακοπή των κοινών γερμανο-γαλλικών στρατιωτικών σχεδίων λόγω στροφής της Γερμανίας σε άλλες κατευθύνσεις (όπως η κατασκευή αντιπυραυλικής «ασπίδας» την οποία δεν θέλει η Γαλλία), η αντίθεση στο πλαφόν στο φυσικό αέριο και οι διαπραγματεύσεις για αγωγούς με την Ισπανία.
Το Βερολίνο δεν ενοχλεί τίποτα στη γαλλική στάση, απλώς θεωρεί (ακόμα) ότι μπορεί, λόγω κεκτημένης ισχύος, να την αγνοεί και να υπερασπίζεται, όπως πάντα έκανε (με αποκορύφωμα την «εποχή Μέρκελ») τα συμφέρονται της με τον τρόπο της αλλά και επιβάλλοντάς τα στην υπόλοιπη Ένωση.
Μόνο που οι καιροί άλλαξαν. Ούτε η Γερμανία είναι πια τόσο ισχυρή (ο πόλεμος επηρέασε την οικονομία και τη συνοχή της περισσότερο από όλες τις χώρες), ούτε η Ευρώπη ήσυχη και ειρηνική, ούτε οι «δυτικές αξίες» αυτονόητες και επικρατούσες. Και η Κίνα παραμονεύει -και ίσως όχι με τη μορφή ελέφαντα αλλά τίγρης.
* O Κώστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής